Συνέχεια από το:Γενεαλογικά Δένδρα του Αετού Μεσσηνίας 2
Μετά
ξεκίνησαν γρήγορα με το ποίμνιόν των και ό,τι υπάρχοντα κατόρθωσαν να φορτώσουν
εις τα τέσσερα μουλάρια τους και κατέβηκαν εις το χωρίον Μήλα Μεσσηνίας όπου ήτο υπανδρεμένη η αδελφή του Γιώργη με
τον Πάνον Καρατζάν. Και εκεί δυστυχώς , προδοθήκανε και γρήγορα φτάσανε οι
Τούρκοι και περικύκλωσαν το χωρίον. Με τη βοήθεια του γαμβρού του Πάνου
κατόρθωσαν και έφυγαν από το χωρίον Μήλα. Πίσω οι Τούρκοι έπιασαν τη σύζυγον
του Πάνου Καρατζά και αδελφή του Γιώργη και την κόρη του Γιώργη τη Ρηνιώ. Την
αδελφή του Γιώργη την εβασάνισαν δια να μαρτυρήσει που ήταν ο αδελφός της και
τα ανήψια της και στο τέλος την έκαψαν ζωντανή. Την σύζυγο του Γιώργη την
φόνευσαν αμέσως. Τη Ρηνιώ την επήρανε μαζί τους. Την εύρηκεν κομματιασμένη ένας
Μερεζέος έξω από ένα χάνι που εγύριζεν από την Τρίπολιν. Την εφόρτωσεν επάνω
εις το μουλάρι του ο καλός αυτός άνθρωπος και την έφερε εδώ εις Μερεζέ και την
έθαψαν. Περισσότερα δια την τύχην αυτών των ανθρώπων θα μάθεις εις το Σουλιμά
από την οικογένειαν των Γκαζντέων μου είπεν ο Γέροπαπασούκας διότι εκεί
ενυμφεύθη ο υιός του Γιώργη Σιάγκα ο Αθανάσιος.
Έπειτα μετέβην εις Σουλιμά και ευρήκα τον
Γιώργον τον Γκάζντα εγγονόν του Σταύρου Γκάζντα ο οποίος ήτο πεθερός του
Αθανασίου Σιάγκα.
Αυτός
μου διηγήθη τα εξής:
«Ο
Γιώργης Σιάγκας μετά του γαμβρού του Πάνο Καρατζά και των δύο υιών του τον
Αναστάσιον και τον Αθανάσιον, όταν κατόρθωσαν να διαφύγουν από τον κλειό των
Τούρκων εις το χωρίον Μήλα κατέφυγον εις Γαράντζαν όπου είχον κουμπάρους και
φίλους. Προδίδονται όμως και κυκλώνονται από τους Τούρκους. Ταμπουρωμένοι
μάχονται όλη την ημέρα. Οι Τούρκοι δεν ήταν πολλοί. Ήτο μια ομάδα από έξι
Τούρκους. Εφονεύθη ο γαμβρός του Γιώργη Πάνος και ελαβώθηκε ο υιός του
Αθανάσιος. Εφονεύθησαν και δύο από το Τούρκικον απόσπασμα. Όταν έπεσε καλά το
σκοτάδι , ο Γιώργης με την βοήθειαν του Αναστασίου εφορτώθηκαν τον Αθανάσιον και
με την βοήθειαν της νυκτός κατόρθωσαν να ξεφύγουν και κατευθύνθησαν προς τα
Σουλημοχώρια. Εκεί ο Γιώργης είχεν έναν αδελφοποιτόν και κουμπάρον του τον
Σταύρον Γκάζντα.
Αφήσανε
τον Αθανάσιον εις το μαντρί του Σταύρου Γκάζντα έξω από το χωρίον Σουλιμά και
έφυγαν αμέσως δια την περιοχήν του Μερεζέ δια να μάθουν τι απέγινε εις το
χωρίον των. Έφθασαν έξω από την Καρύτεναν και ειδοποίησαν τον κουμπάρον τους ,τον
Νικόλαον Γκρέκαν (Τον είχεν στεφανώσει ο Γιώργης Σιάγκας και του είχεν
βαπτίσειτον ρωτότοκον υιόν του) ο οποίος ήτο προεστός εις την Καρύτεναν και του
ζήτησαν να τον ιδούν. Επήγεν ο Νικόλαος την νύκταν τους επήρε και τους επήγεν εις
την οικίαν του. Από τον Νικόλαον έμαθαν ότι οι Τούρκοι έπιασαν τον γέρο πατέρα του
Γιώργη μαζί με την μητέρα του, τον αδελφόν του Γρηγόριον με τας δύο του κόρας,
έβαλαν φωτιά εις τας οικίας των και τους επήγαν όλους εις την Τρίπολιν, όπου τους
εφυλάκισαν και τους εκρέμασαν όλους μέσα εις την φυλακήν.
Τους
είπεν ακόμη ότι δεν ημπορεί να τους φυλοξενήσει δια πολύν χρόνον εις την οικίαν
του , διότι όλοι ήξεραν την συγγενειάν των και τας σχέσεις των και ότι ήτο
δυνατόν να έλθουν οι Τούρκοινα τους πιάσουν και να εύρει και αυτός τον μπελάν
του. Τους συνεβούλευσε να φύγουν δια την
Μεσσηνίαν και να αλλάξουν τα ονόματα και τα επώνυμά των. Συμφώνησαν να φύγουν
σε δύο ημέρας. Δεν πέρασαν όμως οι δύο ημέραι και τα χαράματα της δεύτερης
ημέρας όπου ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν ένα απόσπασμα από οκτώ Τούρκους είχαν
κάνει κλειό γύρω από την οικίαν του Γκρέκα και φώναζαν τον Γιώργη και τον υιόν
του να παραδοθούν.
Ελάτε
να μας πιάσετε εφώναξεν ο Αναστάσιος. Ο Νικόλας εξήλθε της οικίας , πλησίασε τους
Τούρκους , συνομίλησε μαζί τους , αλλά ουδείς έμαθεν τι ακριβώς είπεν εις τους Τούρκους.
Έγινε μάχη μέχρι το απόγευμα. Ο Γιώργης εφονεύθη και ο Αναστάσιος βαριά
λαβωμένος πιάστηκε από τους Τούρκους, τον μετέφεραν εις την Τρίπολιν και τον
εκρέμασαν εις τον πλάτανον της πλατείας.
Ο
Νικόλας ο Γκρέκας έμειναν εις το αρχοντικόν των έως τον θανατόν του . Ο υιός
του , ο βαπτιστικός του Γιώργη Σιάγκα , μετά το γεγονός της συλλήψεως του Νονού
του και του υιού του Αναστασίου από τους Τούρκους κατηγόρησε τον πατέρα του ότι
αυτός επρόδωσε τον Νονόν του και εις ηλικίαν είκοσι ετών εγκατέλειψεν την
οικίαν του πατρός του και την Καρύτενα, και ουδείς έμαθεν έκτοτε νέα του.
Ο
Νικόλας ορκιζότανε ότι δεν το έκανε αυτός έκλαιγεν και οδύρετο καθημερινώς δι’
αυτό και ουδείς δεν έμαθεν τίποτε δια τον ρόλον τον οπίον εδραμάτησεν εις αυτήν
την ιστορίαν.
Ο
υιός του Γιώργη Σιάγκα , ο Αθανάσιος παρέμεινεν εις το μαντρί του Σταύρου
Γκάζντα δυο περίπου μήνας έως ότου εθεραπεύθει πλήρως η πληγή του και αφού
ευχαρίστησεν τον κουμπάρον και ψυχοθείον του (Ψυχάδελφος του πατρός του) του
είπεν ότι δεν μπορεί να παραμείνει άλλο, διότι πρέπει να φύγει δια την περιοχήν
του χωρίου του ίνα μάθει τι απέγιναν ο πατήρ του και ο αδεφός του Αναστάσιος.
Από
τον ψυχοθείον του Σταύρο, έμαθεν δια τηντύχην της μητρός του Ουρανίας, της αδελφής
του Ρηνιώ, της θείας του, αδελφή του πατρός του. Ο Σταύρος Γκάζντας είπεν εις
τον Αθανάσιον, ότι αφού δεν έδωσαν σημείο ζωής , εξήκοντα ημέρας, θα πρέπει να
έχουν φονευθεί ή να τους έχουν συλλάβει οι Τούρκοι και πως προτιμότερον θα ήτο
να μην βάλει εις κίνδυνον την ζωήν του και να παραμείνει μαζί του. Ο Αθανάσιος όμως
ήτο ανένδοτος. Η ορμή των είκοσι χρόνων τον τραβούσε με μιαν ακατανίκητον
δύναμιν, ίνα μεταβεί εις τον τόπον του, δια να μάθει δια τον πατέραν του και
τον αδελφόν του. Τον Σταύρον τον εσεβόταν και τον αγαπούσεν ωσάν δεύτερον
πατέραν του, αλλά δεν ημπορούσε να παραμείνει. Τον επαρακάλεσεν όμως να του
δώσει μίαν διμούτσουνην μπιστόλα,
μπαρουτόβολα και ένα γιαταγάνι. Ο Σταύρος είχεν ολόκληρην οπλαποθήκην και τον
περισσότερον χρόνον μαζί με άλλους Σουλιμαίους, βρισκότανε στο κλαρί. Έδωσεν εις
το Αθανάσιον αυτά τα οποία εζήτησεν αρματώθηκεν και ο ίδιος και του είπεν. Αφού
δεν κάθεσε θα πάμε αντάμα. Δεν θα σε αφήσω να χαθείς και εσύ. Η θυγατέρα μου η
Κατερίνα σε περιμένει, κι’ αν θέλεις την κάνεις τώρα γυναίκα σου και εμένα
πατέρα σου.
Ο
Αθανάσιος εξαφνιάσθη από αυτήν την απρόσμενην πρότασιν του ψυχοπατρός του. Την
Κατερίνην την εποθούσεν η καρδιά του, αλλά θα προτιμούσε να πεθάνει, παρά να της
εκδηλώσει τον πόθον του, διότι αυτό το εθεωρούσεν ως την μεγαλυτέραν ατιμίαν να
είπη κάτι παρόμοιον εις την θυγατέραν αυτού του ανθρώπου ο οποίος του
συμπεριεφέρθη ωσάν να ήτο υιός του.
«Πάμε
ψυχοπατέρα και κουμπάρε , του είπεν, και εάν γυρίσουμε ζωντανοί, θα γίνει αυτό
που πεθυμάει η καρδιά σου».
Ο
Σταύρος Γκάζντας είχεν κουμπάρους και φίλους εις όλα τα χωριά της περιοχής και
εις όλα τα μαντριά και πολύ εύκολα επληροφορήτο δια τας κινήσεις των Τουρκικών
αποσμασμάτων. Έπειτα από δύο ημέρας έφθασαν εις Καρύτεναννύκτα και επήγαν εις
την οικίαν του Νικόλα Γκρέκα. Όταν τους είδεν ο Γκρέκας εφοβήθη διότι ενόμισεν
ότι ήλθον να τον φονεύσουν. Τους είπεν: «Κάτσετε να φάτε και μετά να σας μολογήσω
τι έτρεξε. Μετά αν κρίνετε ότι είμαι φταίχτης, σκοτώστε με».
Ο
Σταύρος και ο Αθανάσιος δεν ηνόησαν διατί τα έλεγεν όλα αυτά. Ο Γκρέκας τους εδιηγήθη
την ιστορίαν και ότι μετά ταύτα ο υιός του τον εθεώρησεν υπεύθυνον δια
προδοσίαν και εγκατέλειψεν την οικίαν των.
Δεν
είχον εισέτι τελειώσει το φαγητόν και ο Αθανάσιος ηγέρθη έσυρεν την μπιστόλαν
του και την ακούμβησεν εις το στήθος του Γκρέκα. Ο Σταύρος ηγέρθη αμέσως
έπιασεν την μπιστόλαν του Αθανασίου και του είπεν: «Όχι Θανάση !! Ατό μπορώ να
το κάνω και εγώ. Αλλά για να το κάνω πρέπει να είμαι σίγουρος ότι δικάζω δίκια.
Έχω όμως αμφιβολία. Αν τόχει κάνει ας το βρει από τον Θεό. Μόνο που δεν
μπορούμε να συνεχίσουμε το φαί. Η αμφιβολία θα μας βαρύνει το στομάχι. Πάμε να
φύγουμε».
Και
έφυγαν πάλι νύκτα από την Καρύτεναν».
Θα συνεχιστεί......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου