Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΑΕΤΟΥ
Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 1943, δύο διμοιρίες του 9ου συντάγματος, αποτελούμενες από 80-90 αντάρτες, ερχόμενες από το Δυρράχι, έφτασαν στον Αετό με αρχηγό τον Ναπολέοντα Παπαγιαννόπουλο, από το Ψάρι. Ο σύνδεσμος των ανταρτών τους ειδοποιεί, ότι έρχονται περίπου 14 Γερμανοί με ποδήλατα στον Αετό. Η εμπλοκή και μάχη με τη μικρή ομάδα Γερμανών στρατιωτών έγινε μέσα στον Αετό και έξω του Αετού, προς το χωριό Μαλίκι (Πολυθέα). Υποστηρίζεται από Μαλικαίους ότι η σύγκρουση είχε συνέχεια και μέσα στο Μαλίκι. Τούτο επιβεβαιώνεται και από τον επικεφαλής Διμοιρίας, που έλαβε μέρος στη συμπλοκή στο Μαλίκι.
Οι αντάρτες ξεκίνησαν από το Δυρράχι της Αρκαδίας στις 9 Σεπτεμβρίου, ημέρα Πέμπτη, με κατεύθυνση την Τριφυλία. Κατά την πορεία τους πληροφορήθηκαν τα της συνθηκολογήσεως της Ιταλίας και πήραν την απόφαση να κατέβουν στην Πεδινή Τριφυλία, στα Αστικά Κέντρα (Κυπαρισσία, Φιλιατρά, Γαργαλιάνους, Πύλο), για να αφοπλίσουν τους εκεί Ιταλούς, δυνάμεως 2.500 ανδρών, μα οι συγκρούσεις στον Αετό-Μαλίκι και στη θέση Πάστρα, έξω από το χωριό Πιτσά (Σιτοχώρι) και τα όσα επακόλούθησαν, στάθηκαν εμπόδια ώστε να μην πραγματοποιηθεί η απόφαση, έφθασαν στα αστικά κέντρα όταν οι Γερμανοί είχαν αφοπλίσει τους Ιταλούς.
Στον Αετό οι αντάρτες έφθασαν, ύστερα από πορεία πολλών ωρών, μετά τα μεσάνυχτα. Παρέμειναν το πρωινό της Παρασκευής, έως να ετοιμασθεί πρόχειρο φαγητό να φάνε και να φύγουν, όμως οι θερμές εκδηλώσεις των κατοίκων και ο ενθουσιασμός, ύστερα από τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, προμήνυμα της λευτεριάς, που ήταν διάχυτος παντού, καθυστέρησαν την αναχώρηση τους. Η ομάδα των Γερμανών στρατιωτών, φθάνει στον Αετό για να ζητήσει να πάρει τρόφιμα από την Κοινότητα. Προερχόταν από το γερμανικό κινητό τάγμα του Δωρίου, το οποίο δεν είχε τακτική επιμελητεία και εξαναγκαζόταν να προμηθεύεται κατά διαστήματα τρόφιμα από τις Κοινότητες των γειτονικών του χωριών. Λέγεται ακόμα πως οι Γερμανοί, για να μην ενθαρρυνθούν οι Έλληνες από τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, έκαναν επίδειξη δυνάμεως κινητοποιώντας μικρές στρατιωτικές τους ομάδες στα χωριά, απ' όπου περνούσαν αντάρτες.
Όταν οι αντάρτες έμαθαν ότι οι Γερμανοί έρχονταν προς τον Αετό, έκαναν σύσκεψη στο σπίτι του Παπαγιάννη. Στη σύσκεψη μετέχουν και οι τοπικοί αρχηγοί των ανταρτών για να αποφασιστεί, αν έπρεπε να χτυπηθούν οι Γερμανοί στο χωριό, για το φόβο των αντιποίνων. Ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος ήταν αντίθετος με το χτύπημα των Γερμανών και το αναφέρει στη σύσκεψη, στον Ναπολέοντα Παπαγιαννόπουλο, ο οποίος ήταν της άποψης ότι έπρεπε να τους χτυπήσουν. Εδώ οι πληροφορίες διίστανται, έχει ακουστεί ότι ο Παπαγιαννόπουλος ήταν της γνώμης ότι δεν έπρεπε να χτυπήσουν τους Γερμανούς και ότι οι ντόπιοι αντάρτες επέμεναν, ότι έπρεπε να χτυπηθούν.
Οι αντάρτες αποσύρονται προς το Μαλίκι, όπου σε σύσκεψη που έκαναν στη Μαλικαίϊκη βρύση, αποφασίζουν να χτυπήσουν τους Γερμανούς και καταστρώνουν το σχέδιο. Οι Γερμανοί είχαν μπει σε μια ταβέρνα του χωριού. Διατάχτηκε μια ομάδα ελασίτες με ομαδάρχη τον Αετοβουναίο λοχία, Πάνο Καζάντζα, να μπλοκάρει και να εξοντώσει τους Γερμανούς μέσα στην ταβέρνα. Τα αλλά τμήματα κινήθηκαν να πιάσουν θέσεις στις άκρες του χωριού και κατά μήκος του κεντρικού δρόμου.
Μα οι Γερμανοί, ώσπου να φθάσει ο Καζάντζας, είχαν αφήσει την ταβέρνα. Μια ομάδα τους προχώρησε προς το Μαλίκι και οι άλλοι έμειναν στον Αετό. Η εμπλοκή των ανταρτών με τους Γερμανούς έγινε στο σπίτι του Καζάντζα (Περιστέρως) με τον Πανάγο Καζάντζα να αρχίζει την μάχη με το περίστροφο, καθότι το αυτόματό του έπαθε εμπλοκή. Κατ’ άλλους ο Πανάγος είχε αργοπορήσει στο σπίτι του και ενώ οι αντάρτες έφευγαν από το χωριό, έπεσε ξαφνικά μπροστά στους Γερμανούς και αναπόφευκτα άρχισε η σύγκρουση. Αυτή είναι η εκδοχή του τυχαίου της εμπλοκής, που δεν έχει δόση αληθείας, αφού η μάχη με τους Γερμανούς, είχε ήδη αποφασιστεί.
Στη σύγκρουση οι αντάρτες δεν είχαν καμία απώλεια. Οι Γερμανοί μέτρησαν στο παθητικό τους 3 νεκρούς, 2 τραυματίες και 7 αιχμαλώτους, ενώ 2 πρόφθασαν να φύγουν. Οι 7 με τον επικεφαλής τους υπολοχαγό, που πιάστηκαν αιχμάλωτοι, μεταφέρθηκαν στο χωριό Σελά με τον οπλισμό τους και τα ποδήλατα, με τα οποία είχαν ανέβει στον Αετό.
Οι Γερμανοί κατακτητές, όπως συνέβαινε σε παρόμοια περιστατικά, σε ολόκληρη την Ελλάδα το 1943, εφάρμοσαν σκληρά και απάνθρωπα αντίποινα σε βάρος των αόπλων κατοίκων του Αετού.
Έντεκα Σεπτεμβρίου, ημέρα Σάββατο 1943 «Μαύρη μέρα ξημέρωσε, κάλλιο μην είχε φέξει»
Αυτό το στίχο χρησιμοποιεί πολλές φορές, σαν
πρελούντιο (προανάκρουσμα) μουσικής συμφωνίας πένθιμης στα τραγούδια της η
λαϊκή μούσα, όταν προσπαθεί να διεκτραγωδήσει το μέγεθος της συμφοράς. Στις 11
Σεπτέμβρη ημέρα Σάββατο και ώρα 7π.μ. τέσσερις Γερμανικές πυροβολαρχίες ,δύο
από το Σανοβά μία από το Δώριο και μία από τις Ράχες κανονιοβολούν τον Αετό, χωρίς ανταπόδοση. Επί πλέον, ένα Γερμανικό σύνταγμα ,συνοδευόμενο από οκτώ άρματα
μάχης, μετά το κανονιοβολισμό καταφθάνει στον Αετό, σε παράταξη μάχης. και με τη
χρήση εύφλεκτης σκόνης βάζει φωτιά και κατακαίει όλα σχεδόν τα σπίτια του
χωριού. Οι κάτοικοι άοπλοι, απροστάτευτοι, άυπνοι, νηστικοί και ρημαγμένοι,
ασθμαίνοντας παίρνουν πανικόβλητοι το δρόμο για τα βουνά και τα διπλανά χωριά. Μερικοί
υπερήλικες, αδύναμοι να τρέξουν, παρέμειναν στα σπίτια, για να βρουν λίγο
αργότερα μαρτυρικό θάνατο από τους εξαγριωμένους Γερμανούς στρατιώτες.
Όσοι από τους αμάχους δεν πρόλαβαν να διαφύγουν (κυρίως γυναίκες με μικρά παιδιά), οι Γερμανοί τους
συγκέντρωσαν έξω από το δημοτικό σχολείο σκοπεύοντάς τους
με οπλοπολυβόλα. Άρχισαν τις ανακρίσεις για την ανεύρεση των σωρών των
σκοτωμένων Γερμανών.
Το πεζικό επιδίδεται σε λεηλασίες, αφανισμούς, ουρλιάζει, κλωτσοπατεί, χτυπά αλύπητα, με υποκόπανους, όσους βρίσκει μπροστά του, βασανίζει απάνθρωπα, σκοτώνει. Εφτά μεγάλα φορτηγά αυτοκίνητα υπερφορτώνονται με λάφυρα και ξεφορτώνονται στο Δώριο, για να σταλούν στη Γερμανία σαν λάφυρα πολέμου. Αρπάζονται μεταφορικά ζώα, και ζώα σφαγής. Λέγεται ότι ελεηλάτησαν και το Μαλίκι. Εξειδικευμένες και οργανωμένες για εμπρησμούς ομάδες, μετά τη λεηλασία των σπιτιών, εκσφενδόνιζαν με ειδικά πιστόλια στο εσωτερικό κάθε σπιτιού μια άσπρη εύφλεκτη σκόνη, την πυροβολούσαν, έπαιρνε φωτιά και ολόκληρο το σπίτι γινόταν παρανάλωμα. Σπίτια, καταστήματα, δημόσια γραφεία, σχολεία, εκτός των εκκλησιών και μικρού αριθμού σπιτιών, γύρω από τα σπίτια, όπου βρήκαν περίθαλψη οι τραυματισμένοι Γερμανοί στρατιώτες, έγιναν στάχτη. Το χωριό που πριν λίγες ημέρες έσφυζε από ζωή, εκεί όπου κυλούσαν τα γάργαρα νερά και γλυκοκελαϊδούσαν τα πουλιά, εκεί όπου φυσούσε απαλά το δροσερό αεράκι γεμίζοντας την ατμόσφαιρα από αρώματα βασιλικού, μόσκου, γαρυφαλλιάς και τσετσεκιάς (καντιφέ) και την ψυχή από τη γλυκιά της λευτεριάς ελπίδα, είχε μέσα σε μια ημέρα μεταβληθεί σε κολαστήριο του Δάντη.
Σκοτώθηκαν εκείνη τη φοβερή ημέρα οι κάτοικοι Αετού: 1) Θεόδωρος Καζάντζας (Κοκώνης) του Κωνσταντίνου, Εισπράκτορας του Δημοσίου Ταμείου Τριφυλίας. 2) Μήτρος Ρέμπελος (Μητρογληγόρης) του Γρηγορίου. Με τις διόπτρες τους είδαν να κινούνται και τους έρριξαν με πυροβόλο όπλο. Και τι τραγική ειρωνία της τύχης!... Ο Θεόδωρος Καζάντζας την προηγούμενη ημέρα προσέφερε τις πρώτες βοήθειες στον ένα τραυματισμένο Γερμανό στρατιώτη, χρησιμοποιώντας υγειονομικό υλικό, που είχε παραλάβει από ειδική αγγλική ρίψη πριν λίγους μήνες, ο τραυματισμένος ανεψιός του Παναγιώτης Καζάντζας. 3) Αλέξιος Γκότσης (Προκόπης) του Δημητρίου. Τον σκότωσαν μπρος στα μάτια της αδελφής του, που απ' εκείνη τη στιγμή έχασε τη μνήμη της από το ισχυρό σοκ. Διάτρητος από σφαίρες βρέθηκε έξω από την ανατολική πόρτα του πατρικού του σπιτιού, που το έκαψαν. Ο πιστός του σκύλος φύλαξε το νεκρό ουρλιάζοντας μέχρι της ταφής του. 4) Κωνσταντίνος Χαϊμανάς (Γυφτογεώργακας) του Γεωργίου. Τον σκότωσαν κι αυτόν εν ψυχρώ. Ήταν κεντημένος κυριολεκτικά από σφαίρες.
«Χωρίς λιβάνι και παπά, χωρίς παπά και ψάλτη» μέσα σε θρήνους και κοπετούς έθαψαν οι δικοί τους, τους δύο τελευταίους στους κήπους των σπιτιών τους και τους δύο πρώτους μερικές γυναίκες στο κοιμητήρι του Αετού...
Τι φρίκη!... Ως και γέροντες μες στη φωτιά πέταξαν,
απάνθρωπα, τους κλώτσαγαν και σαν δαδιά τους κάψαν!
Έκαψαν ζωντανούς τους:
1. Γεώργιο Γεωργιλά του Θεοδώρου. 2. τον τυφλό
Κωνσταντίνο Γκότση (Κόρο) του Πανάγου και 3. τον Γεώργιο Χαϊμανά (Γιωρηγιαννή) του Ιωάννου, πρωτοξάδερφο του προηγουμένου Χαϊμανά.
Από τα διπλανά χωριά την ίδια ημέρα ή την επομένη εκτελέστηκαν οι: Μιχάληςς Αποστολόπουλος από κοπανάκι 1944, Βασιλική Βόγγα 1944, Γιαννούλα Δημητροπούλου, Αικατερίνη Ζιάννη, Κωνσταντίνος Κατσιάρας, Νικόλαος Μανωλόπουλος από Σαρακηνάδα, Μήτρος Πετρόπουλος και στο Δώριο εκτελέστηκε ο Γρηγόρης Παναγιωτόπουλος του Γεωργίου από Σελά.
Μέσα από το έρεβος της βαρβαρότητας, του πρωτογονισμού και της φρίκης ξεπροβάλλουν σαν αστέρια πρώτου μεγέθους, οι ακόλουθες ανθρωπιστικές πράξεις Αυστριακών και Πολωνών στρατιωτών -που είχαν λάβει μέρος θέλοντας, ίσως και μη θέλοντας, στις μακάβριες επιχειρήσεις- για να φωτίσουν με το ολόλαμπρο της ανθρωπιάς φως, να γλυκάνουν και διδάξουν σαν παραδείγματα τους όπου γης λαούς ότι και στις πιο ακραίες περιπτώσεις πρέπει να πρυτανεύει και να επικρατεί το ανθρωπιστικό στοιχείο:
1. Πολωνοί στρατιώτες έσωσαν από τη φωτιά τη γερόντισσα Γεωργία Αναστασίου Κωτσιοπούλου (Μπούντου). Έβαλαν φωτιά στο υπόγειο του σπιτιού της, μα δεν την άφησαν να καεί, κρατώντας την απαλά στα χέρια την έβγαλαν έξω και την τοποθέτησαν κάτω από αμυγδαλιές.
2. Η Μαράϊδω Δημητρίου Λώλα, όταν ομάδα Αυστριακών και Πολωνών στρατιωτών έβαλε φωτιά στο σπίτι της, προσπάθησε να τη σβήσει, εκείνοι την είδαν, δεν την εμπόδισαν, δεν την πείραξαν, αδιαφόρησαν κι έφυγαν χωρίς να ξαναγυρίσουν. Έτσι έσωσε το σπίτι της από βέβαιη πυρκαϊά.
3. Η Ελένη Σπύρου Γεωργακοπούλου, στην ηλικία της εφηβείας, κοπέλλα κρυμμένη πίσω από θάμνους στην τοποθεσία «Κάμπος», όταν ανακάλυψαν στρατιώτες με γερμανική στολή το κρησφύγετο της, έτρεμε σαν το πληγωμένο σπουργίτι στη βαρεία παγωνιά και ξεφώνιζε από απελπισία... Οι στρατιώτες προσπάθησαν να την καθησυχάσουν με παντομίμα και, μισοσπασμένα ελληνικά:
«Είμαστε αδέρφια, αουστρί σολντάς (στρατιώτες Αυστριακοί), μη φοβάστε», της έλεγαν, την πήραν και την οδήγησαν στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, που είχε μεταβληθεί σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως.
4. Μερικοί Αυστριακοί στρατιώτες, από διηγήσεις, τη
Ηλέκτρας Γκότση –που πρόωρα έφυγε για το αγύριστο ταξίδι- μιλούσαν γαλλικά.
Άκουσε έναν τραυματισμένο που περιέθαλπαν να λέγει κλαίγοντας στη γαλλική γλώσσα:
«Κάνετε μου τη χάρη, ένα γιατρό σας παρακαλώ. Υποφέρω, πονώ. Επικαλούμαι τα
ανθρωπιστικά σας αισθήματα. Είμαστε αδέλφια, παιδιά του ίδιου πατέρα του Θεού.
Ο πόλεμος μας χωρίζει. Είμαι από την Αυστρία. Αχ, τι έκανες Χίτλερ με τον
πόλεμο! Λα γκυέρ, Λα γκυέρ» = ο πόλεμος, ο πόλεμος». Η Ηλέκτρα μετέφραζε στις
παριστάμενες γυναίκες τα λόγια του και εδάκρυζαν. Στο πρόσωπο του
τραυματισμένου δεν έβλεπαν τον εχθρό, αλλά τον πάσχοντα συνάνθρωπο από την
κακοδαιμονία του πολέμου. Η Νίτσα χήρα Δημητρίου Γεωργακοπούλου (Δράκου), η
μητέρα της Ιφιγένειας Γκότση, η αδελφή της Ηλέκτρα, η Καλλιόπη Κ. Δρούτσα, η
Ελένη Καζάντζα και άλλες προσπάθησαν όσο μπορούσαν να τον ανακουφίσουν λέγοντας
στην ομήγυρη: «Τραυματίας και αιχμάλωτος πολέμου, είναι ιερός. Ας πάρουμε
παράδειγμα από τον καλό Σαμαρείτη του Ευαγγελίου» και όλες συμφώνησαν. Σύμφωνα με αφηγήσεις γηραιότερων, η περίθαλψη αυτού του τραυματία, ήταν η αιτία να αφεθούν ελεύθερες από τους Γερμανούς, οι γυναίκες που ήταν συγκεντρωμένες στο Σχολείο και στο προαύλιο της Εκκλησίας.
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
Μετά από ένα τέτοιο τραγικό γεγονός, τα πράγματα δεν είναι ποτέ ίδια, όπως πριν. Όλοι, μικροί μεγάλοι, υπήρξαν θύματα εκείνης της ολέθριας καταστροφής. Έμειναν χωρίς ρούχα να φορέσουν και σκεπάσματα για να κοιμούνται, εν όψη του επερχόμενου χειμώνα. Μπροστά σε μικρολοφίσκους στάχτης και ερειπίων θρήνησαν οι Αετοβουναίοι, πικρά τα αθώα νεκρά θύματα, το χαμένο βίος τους και το αβέβαιο πλέον μέλλον, που διαγραφόταν ζοφερό.
Αρχίζει η δύσκολη περίοδος της έλλειψης των βασικών αγαθών για την επιβίωση. Όλες οι σοδειές από σιτηρά, όσπρια έχουν αρπαχτεί ή καταστραφεί. Ο Αετός πλέον έγινε ένα από τα λίγα χωριά που έζησε την πείνα και δεν διέφερε από τις πόλεις της Ελλάδας, που ξεκληρίζονταν από την πείνα. Θυμάμαι τα μεγαλύτερα αδέλφια μου να μου διηγούνται, πως μάζευαν τα ψίχουλα, αν έβρισκαν κάποιο κομμάτι ψωμιού.
Τα σπίτια στο 80% καμένα, χωρίς πάτωμα και στέγες ήταν αδύνατο να προσφέρουν θαλπωρή και ασφάλεια. Οι κάτοικοι άρχισαν να διασκορπίζονται σε ξώσπιτα και να προσπαθούν με τα πενιχρά μέσα που διέθεταν να επιδιορθώσουν ότι μπορούσαν, κάνοντας κάπως υποφερτές τις συνθήκες της διαβίωσής τους, με τις επιδημίες και τις αρρώστιες να καιροφυλακτούν.
Η κρατική βοήθεια αμέσως μετά την απελευθέρωση ήταν τότε ανύπαρκτη. Ουσιαστικά μηδαμινή και απλώς συμβολική, ήταν και η βοήθεια του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Ο Ερυθρός Σταυρός έδωσε ένα σακί αλεύρι ,δέκα οκάδες όσπρια και μια οκά ζάχαρη σε κάθε οικογένεια. Επιτροπή από χωρικούς επισκέφτηκε τον Άγγλο Ρήντ ,όπου ο Στάθης Πουλίτσης (Νεύρας) του είπε ότι εσείς μας δώσατε τη διαταγή να χτυπήσουμε και τώρα δεν μας βοηθάτε. Ο Ρήντ, αρχηγός της Διασυμμαχικής Αποστολής έδωσε διαταγή και δόθηκαν από μία λίρα και ένα αλεξίπτωτο για κάθε δύο οικογένειες . Αυτή ήταν όλη μα όλη η βοήθεια που δόθηκε τότε και φυσικά όχι άμεσα στους πρώτους μήνες που υπήρχε η μεγαλύτερη ανάγκη.
Σε λίγα χρόνια ο Αετός χάνει τις διάφορες υπηρεσίες που τον είχαν για έδρα τους, με το δικαιολογητικό: «Δεν υπάρχουν στον Αετό οικήματα για να στεγασθούν». Έτσι έφυγαν, το Ειρηνοδικείο, το Αγρονομείο, το Συμβολαιογραφείο, το Ημιγυμνάσιο, και τελευταία τον Αστυνομικό Σταθμό.
Εκείνη η αναπάντεχη, η μαύρη, η φρικιαστική περιπέτεια, έγινε ορόσημο οπισθοδρόμησης του Αετού και φράγμα αδιαπέραστο στην εξελικτική του πορεία. Άφησε πίσω της ένα χωριό μισό όπως θα δούμε παρακάτω, με τους κατοίκους να στρέφονται στην Ξενιτειά, στις μεγάλες πόλεις και ένα μεγάλο κομμάτι, 100 οικογενειών να μετοικεί στο γειτονικό Δώριο.
Έκανα μια σύντομη ιστορική αναδρομή, όχι ίσως ολοκληρωμένη, για να τιμήσουμε τη σεπτή μνήμη των αθώων νεκρών θυμάτων εκείνης της αποφράδας ημέρας, της 11ης Σεπτεμβρίου, ημέρας Σάββατο, του 1943, δίδοντας στη δημοσιότητα τα ονόματα τους και για να δώσουμε ακριβή ημέρα της συμπλοκής και της πυρκαϊάς του Αετού. Να διδαχθούμε από την ιστορία και να τιμήσουμε, όλους εκείνους που παρέμειναν στον Αετό, μεγάλωσαν τις φαμίλιες τους, με πενιχρά μέσα και παρέδωσαν στις νεώτερες γενιές, αυτό το χωριό που βλέπουμε σήμερα. Έναν Αετό όμορφο, αγαπημένο και γεμάτο ζωή, δυστυχώς όμως μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες.
Το παρακάτω ποίημα είναι του ποιητή Δημήτρη Γεωργακόπουλου που περιγράφει τα συμβάντα της ημέρας εκείνης.
ΑΓΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΚΟΛΑΣΗ
Εχάραξ' ένα Σάββατο, μία μέρα μαυρισμένη
για την κωμόπολη τ' Αητού, βαρεία συγνεφιασμένη.
Ο ήλιος δεν εφάνηκεν ετούτη την ημέρα,
να ρίξει τις ακτίνες του, το φως του εκεί ττέρα.
Επίθεση ξαπέλυσαν κατακτητές βαρβάροι
να καταστρέψουν τον Αητό, το ωραίο μας καμάρι.
Κανόνια βάζουν από μακριά και άρματα συνάμα
μες στο χωριό απλώνεται μια πύρινη ανταύγεια.
Παντού φωνές κι αλαλαγμοί από κατοίκων χείλη, φεύγουνε,
τρέχουν να κρυφτούν να μην τους δουν οι σκύλοι
Οβίδες σκάζουν πλάι τους, βροχή τα πολυβόλα πέφτουν
να τους σκοτώσουνε, λες κι είναι άγρια ζώα.
Και όλ' αυτά δε φτάνουνε στ' ανήμερα θηρία,
πιάνουν και βάνουνε φωτιά σε κάθε μια οικία.
Στήλες καπνού υψώθηκαν φωτιές παντού άναψαν
το βιός των μαύρων χωρικών δια μιας το κατακάψαν.
Δ. Λ. ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ (Αετινός)
(Εμπνευσμένο και στιχουργημένο το απόγευμα της 11ης Σεπτεμβρίου 1943 κάτω από ένα θεόρατο δέντρο στο χωριό Χρύσοβα, αγναντεύοντας με πίκρα τις φλόγες και τους καπνούς του Αετού).
Ένα δεύτερο ποίημα γραμμένο από την Ιφιγένεια Γκότση, λαογράφο και ιστορική ερυνήτρια από τον Αετό.
ΑΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΣ ΤΟΠΟΣ
Τρίζουν τα δέντρα, τα βουνά, βογγούν τα Κυπαρίσσια.
Σκούζουν τα μαύρα τα πουλιά και τα λουλούδια κλαίνε.
Τρέμει το ξωκκλήσι τ' Αϊ Λιά, θρηνεί το Αετοβούνι,
κι αυτός ο Κεφαλόβρυσος θόλωσε τα νερά του...
Κλαίνε παιδιά, βαρηόχηρες, γονείς για τα παιδιά τους.
Κλαίνε αδέρφια, συγγενείς, συγχωριανοί και φίλοι.
Κλαίει κι ο καθένας χωριστά για το καμένο βίος του.
Κι από τον Άδη ακούστηκαν φωνές των πεθαμένων,
εκείνων που σκοτώθηκαν, κι εκείνων που κάηκαν:
- «Αητέ μας, υπερήφανε κι απροσκυνήτων τόπε,
σκληρά που σ' εβασάνισε η αγριάδα των πολέμων!...
Ετρίτωσες στην πυρκάιά μέσα σε δυο αιώνες!...
Μαύρη μαυρίλα πλάκωσε, τριγύρω νεκραμάρα!
Μη φοβηθείς, μη πτοηθείς και ρίξεις τα φτερά σου.
Πάτα γερά τα πόδια σου στων Πελασγών τα τείχη
κι όλο ψηλά ν' αγνάντευε μ' αγέρωχο το βλέμμα».
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Γ. ΓΚΟΤΣΗ
Πηγές: Αφηγήσεις κατοίκων Αετού
Η φωνή του Αετού, εφημερίδα του Συλλόγου Αθηνών.
Η Εθνική αντίσταση στην Μεσσηνία, Γρηγόρη Κριμπά.
Η Εθνική αντίσταση στην Τριφυλία, Παναγιώτης Κανελλόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου