Όταν αποφάσισα να ερευνήσω το γενεαλογικό δέντρο των Καραϊσκαίων ,δεν είχα συνειδητοποιήσει τη δυσκολία που θα συναντούσα από δύο λόγους κυρίως.
Πρώτον άργησα πολύ να αρχίσω την έρευνα με συνέπεια να μην υπάρχουν στη ζωή πολλοί μεγάλοι σε ηλικία ώστε να αντλήσω πληροφορίες και στοιχεία. Εκτός από αυτά που ήξερα εγώ, πήρα βοήθεια από τον εξάδελφό μου Μαυροειδή Καραϊσκο ,το Χρήστο Στρατικούλα και τον Κώστα Λαμπρόπουλο.
Δεύτερον όλα τα παλαιά αρχεία του Αετού είχαν καταστραφεί στις 11 Σεπτεμβρίου 1943 όταν το χωριό κάηκε σχεδόν ολόκληρο από τους Γερμανούς. Από την καταστροφή αυτή δεν γλίτωσε ούτε το γραφείο της κοινότητας και φυσικά τα αρχεία της. Βρήκα ένα αρχείο μητρώου αρένων που ήταν αντίγραφο αυτού που υπήρχε στην στρατολογία και από το οποίο άντλησα πληροφορίες για τους άνδρες Καραϊσκαίους.
Από τον Κώστα Λαμπρόπουλο έμαθα με χαρά ότι ο πρώην Δήμαρχος του Αετού Ιωάννης Γιαννόπουλος είχε αφήσει γραπτά στοιχεία τα οποία διατήρησε και συμπλήρωσε ο Κώστας και αναφέρεται σε αρκετά σόια του Αετού. Αφού πήρα την άδεια του Κώστα Λαμπρόπουλου θα δημοσιεύσω στο μπλοκ αυτά τα στοιχεία ώστε οι νεότεροι να συνεχίσουν από εκεί που το άφησε αυτός. Θα ξεκινήσω με τον πρόλογο του Κώστα Λαμπρόπουλου ο οποίος έχει ιστορική και λογοτεχνική αξία ,όπως θα διαπιστώσετε . Αυτός ο πρόλογος θα δικαιολογήσει απόλυτα τη μεθοδικότητα και πρακτικότητα που είχε και έχει ο Κώστας ,πράγμα που τον βοήθησε να συγγράψει το βιβλίο «ΚΑΥΤΕΣ ΜΝΗΜΕΣ» από τα βιώματα και στη συμμετοχή του ιδίου και της οικογενείας του στην Εθνική Αντίσταση. Παραθέτω τον πρόλογο του Κώστα όπως ακριβώς είναι στις σημειώσεις που μου έδωσε.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Κώστας Λαμπρόπουλος)
Από πολύ μικρός ρούφαγα σα σφουγγάρι τις διηγήσεις που κάθε φορά ο πατέρας μου ,μου εδιηγείτο για το από που κρατάει η σκούφια μας ,για τους προγόνους της οικογένειάς μας, ποια η σχέση μας με τους διάφορους κλάδους που υπήρχαν στο μεγάλο σόι μας και πολλά άλλα. Ο πατέρας μου αν και είχε κρατήσει διάφορες σημειώσεις από πληροφορίες που είχε από γερόντους της εποχής του , για το θέμα αυτό με συμβούλεψε να καταφύγω στο μπάρμπα-Γιάννη το Γιαννόπουλο, που ήταν Δήμαρχος στο Δημαρχείο Αετού για πάρα πολλά χρόνια και είχε ασχοληθεί για πολύ καιρό για αυτό το ζήτημα και είχε καταχωρήσει σε βιβλίο όλες τις πληροφορίες που είχε μαζέψει έπειτα από πολύχρονη έρευνα.
Πήγαινα τότε στη Δευτέρα του γυμνασίου ,όταν μια μέρα έξω από το καφενείο του Χάρδα με σταμάτησε ο μπάρμπα Γιάννης και με κάλεσε να κάτσω δίπλα του σ’ ένα σιδερένιο στρογγυλό τραπεζάκι που έπινε τον καφέ του.
Με ρώτησε πως πήγαινα με τα μαθήματά μου και μετά μου είπε: «Ο πατέρας σου μου είπε ότι ενδιαφέρεσαι πολύ να μάθεις την καταγωγή μας και την ιστορία των Προγόνων μας. Σε συγχαίρω γι’ αυτό. Και εγώ επίσης από μικρός είχα αυτή την επιθυμία και αφιέρωσα πολύ χρόνο και ταξίδια με το άλογο για τους τόπους όπου μπορούσα να μαζέψω πληροφορίες όσο το δυνατό πιο σωστές. Κατόρθωσα αρκετά πράγματα τα οποία έχω καταγράψει και διάφορα άλλα γεγονότα που συνέβησαν εδώ στη γύρω περιοχή. Όποτε θέλεις , η πόρτα μου είναι ανοιχτή και το βιβλίο αυτό στη διάθεσή σου».
Ενθουσιάστηκα πολύ με τη προσφορά αυτή του Μπάρμπα –Γιάννη, μου δινότανε η ευκαιρία και η δυνατότητα να γνωρίσω την ιστορία των προγόνων μας ,που αποτελεί κατ’ αρχή για μας η γνώση της εξελικτικής προϊστορίας για την δική μας ύπαρξη και ακόμα ένα ιερό καθήκον να ανασύρουμε τη μνήμη από τα σκοτάδια της λησμονιάς όλους αυτούς που υπήρξαν το προζύμι για τη δική μας ύπαρξη. Όταν ήρθε το καλοκαίρι και τελείωσε η σχολική χρονιά, πήγα και βρήκα το μπάρμπα Γιάννη να πάμε στο σπίτι και να μου δείξει το βιβλίο.
Πήγαμε μαζί σπίτι και με οδήγησε σ’ ένα μικρό δωμάτιο που το χρησιμοποιούσε για γραφείο. Είχε μια βιβλιοθήκη με αρκετά βιβλία. Ένα ξύλινο τραπέζι σαρακοφαγωμένο και στη γωνία μια μακρόστενη μονόφυλλη ντουλάπα. Την άνοιξε και έβγαλε ένα τεράστιο σε οριζόντιες διαστάσεις βιβλίο, σαν τα καθολικά βιβλία που κρατάνε οι λογιστές. Το ακούμπησε πάνω στο τραπέζι, το ξεφύλλισε και έφτασε στο σημείο που είχε αρχίσει η καταγραφή των πληροφοριών που είχε συλλέξει από τις έρευνες που έκανε γι’ αυτό το θέμα.
«Διάβασέ το πρώτα ,μου είπε και αν έχεις καμιά απορία να σου τη λύσω και μετά να το αντιγράψεις. Μου κάνει εντύπωση μικρέ μου ανιψιέ, συνέχισε, πως εσύ τόσο μικρός ενδιαφέρθηκες γι’ αυτό το θέμα ενώ κανείς ακόμα τόσα χρόνια από όλα τα σόγια δεν ενδιαφέρθηκε γι’ αυτό παρ’ όλο που το γνωρίζουν όλοι και αρκούνται στο να ρωτάνε και να μαθαίνουνε έτσι κουβεντιαστά και ικανοποιούν την επιθυμία τους μόνο με την κουβέντα. Τα λόγια με το χρόνο αγαπητέ μου ανιψιέ πετάνε και φεύγουν σαν τα πουλιά και ξεχνιούνται. Μόνο τα γραφτά λόγια μένουν γι απάντα. Αυτό να μην το ξεχνάς ποτέ σε όλη σου τη ζωή, σε όλες αυτές τις δουλειές ,ότι κι’ αν κάνεις».
Αυτά μου είπε και βγήκε έξω αφήνοντάς με μόνο μου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα σκοπό να αντιγράψω τίποτα από τις σημειώσεις αυτές. Είχα σκοπό να τις διαβάσω μια-δυο φορές, όπως έκανα με τα μαθήματα στο σχολείο να κρατήσω καμιά σημείωση και μετά από μνήμης να καθίσω στο σπίτι μου και να το γράψω μόνος μου. Αυτά όμως που μου είπε ο μπάρμπα- Γιάννης για τα λόγια που μοιάζουν σαν τα πουλιά που πετάνε κ.λ.π, μου άλλαξε τη γνώμη και αποφάσισα να κάνω πιστή αντιγραφή και μάλιστα με τη γλώσσα με τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε καθώς και την ορθογραφία του, έστω και αν σε ορισμένα σημεία, ήταν λαθεμένη. Αποφάσισα να σεβαστώ και να γράψω το κείμενο όπως ακριβώς ήταν γραμμένο.
Από πλευράς μορφής του κειμένου ήταν πραγματικά ένα καλλιτέχνημα. Με ωραία γράμματα ,πραγματικής καλλιτεχνίας, με ίσες διαστάσεις και αποστάσεις μεταξύ τους, καθαρά και ευανάγνωστα γεγονός που έδινε την εντύπωση πως είχε φτιαχτεί σε τυπογραφείο.
Στο βιβλίο αυτό ο μπάρμπα Γιάννης δεν είχε γράψει μόνο τις πληροφορίες για την ιστορία των προγόνων μας , αλλά είχε πάρα πολλές ιστορίες για διάφορα γεγονότα της περιοχής. έγραφε για διάφορα φονικά , για τις αιτίες που τα προκάλεσαν, για τις δίκες που έγιναν, για δημοτικές και βουλευτικές εκλογές, για συμπλοκές και φόνους που γινόντουσαν ανάμεσα στους υποστηρικτές των διαφόρων παρατάξεων, ανέφερε ονόματα νεκρών και φονιάδων, ανέφερε όλα τα ονόματα των νεκρών ανδρών ,γυναικών και παιδιών από την επιδημία της γρίπης του 1917. Ανέφερε γάμους και γλέντια που γινόσανται, διάφορες προσωπικές ιστορίες για συγκεκριμένα άτομα, άλλοτε κωμικές και άλλοτε σοβαρές. Καυγάδες στα καφενεία. Και τι δεν είχε γράψει σε αυτό το βιβλίο, που ήταν ένας πραγματικός θησαυρός.
Κάθισα και διάβασα πρώτα το κείμενο που με ενδιέφερε και μετά άλλες ιστορίες και βγήκα έξω. Βρήκα στο καφενείο του Χάρδα τον Γέρο-Γιάννη και το ρώτησα αν μπορούσα να πάρω το βιβλίο στο σπίτι για δυο μέρες. Μου απάντησε πως μπορούσα να πάω σπίτι του όσες μέρες ήθελα αλλά το βιβλίο αυτό δεν βγαίνει από το σπίτι. Έτσι την άλλη μέρα πήρα τα χρειαζούμενα και πήγα στο σπίτι του μπάρμπα Γιάννη.
Πήγα τρεις μέρες συνέχεια. Την αντιγραφή του ιστορικού των προγόνων μας το έκανα την πρώτη μέρα και τις άλλες δυο μέρες διάβασα ολόκληρο το βιβλίο. Εδώ τελειώνω τον πρόλογο και παραθέτω αμέσως το κείμενο του μπάρμπα Γιάννη.
Κώστας Λαμπρόπουλος.
Υστερόγραφο. Θα ακολουθήσει το κείμενο-έρευνα του Δημάρχου Ιωάννη Γιαννόπουλου και κατόπιν η έρευνα του Κώστα Λαμπρόπουλου.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Κώστας Λαμπρόπουλος)
Από πολύ μικρός ρούφαγα σα σφουγγάρι τις διηγήσεις που κάθε φορά ο πατέρας μου ,μου εδιηγείτο για το από που κρατάει η σκούφια μας ,για τους προγόνους της οικογένειάς μας, ποια η σχέση μας με τους διάφορους κλάδους που υπήρχαν στο μεγάλο σόι μας και πολλά άλλα. Ο πατέρας μου αν και είχε κρατήσει διάφορες σημειώσεις από πληροφορίες που είχε από γερόντους της εποχής του , για το θέμα αυτό με συμβούλεψε να καταφύγω στο μπάρμπα-Γιάννη το Γιαννόπουλο, που ήταν Δήμαρχος στο Δημαρχείο Αετού για πάρα πολλά χρόνια και είχε ασχοληθεί για πολύ καιρό για αυτό το ζήτημα και είχε καταχωρήσει σε βιβλίο όλες τις πληροφορίες που είχε μαζέψει έπειτα από πολύχρονη έρευνα.
Πήγαινα τότε στη Δευτέρα του γυμνασίου ,όταν μια μέρα έξω από το καφενείο του Χάρδα με σταμάτησε ο μπάρμπα Γιάννης και με κάλεσε να κάτσω δίπλα του σ’ ένα σιδερένιο στρογγυλό τραπεζάκι που έπινε τον καφέ του.
Με ρώτησε πως πήγαινα με τα μαθήματά μου και μετά μου είπε: «Ο πατέρας σου μου είπε ότι ενδιαφέρεσαι πολύ να μάθεις την καταγωγή μας και την ιστορία των Προγόνων μας. Σε συγχαίρω γι’ αυτό. Και εγώ επίσης από μικρός είχα αυτή την επιθυμία και αφιέρωσα πολύ χρόνο και ταξίδια με το άλογο για τους τόπους όπου μπορούσα να μαζέψω πληροφορίες όσο το δυνατό πιο σωστές. Κατόρθωσα αρκετά πράγματα τα οποία έχω καταγράψει και διάφορα άλλα γεγονότα που συνέβησαν εδώ στη γύρω περιοχή. Όποτε θέλεις , η πόρτα μου είναι ανοιχτή και το βιβλίο αυτό στη διάθεσή σου».
Ενθουσιάστηκα πολύ με τη προσφορά αυτή του Μπάρμπα –Γιάννη, μου δινότανε η ευκαιρία και η δυνατότητα να γνωρίσω την ιστορία των προγόνων μας ,που αποτελεί κατ’ αρχή για μας η γνώση της εξελικτικής προϊστορίας για την δική μας ύπαρξη και ακόμα ένα ιερό καθήκον να ανασύρουμε τη μνήμη από τα σκοτάδια της λησμονιάς όλους αυτούς που υπήρξαν το προζύμι για τη δική μας ύπαρξη. Όταν ήρθε το καλοκαίρι και τελείωσε η σχολική χρονιά, πήγα και βρήκα το μπάρμπα Γιάννη να πάμε στο σπίτι και να μου δείξει το βιβλίο.
Πήγαμε μαζί σπίτι και με οδήγησε σ’ ένα μικρό δωμάτιο που το χρησιμοποιούσε για γραφείο. Είχε μια βιβλιοθήκη με αρκετά βιβλία. Ένα ξύλινο τραπέζι σαρακοφαγωμένο και στη γωνία μια μακρόστενη μονόφυλλη ντουλάπα. Την άνοιξε και έβγαλε ένα τεράστιο σε οριζόντιες διαστάσεις βιβλίο, σαν τα καθολικά βιβλία που κρατάνε οι λογιστές. Το ακούμπησε πάνω στο τραπέζι, το ξεφύλλισε και έφτασε στο σημείο που είχε αρχίσει η καταγραφή των πληροφοριών που είχε συλλέξει από τις έρευνες που έκανε γι’ αυτό το θέμα.
«Διάβασέ το πρώτα ,μου είπε και αν έχεις καμιά απορία να σου τη λύσω και μετά να το αντιγράψεις. Μου κάνει εντύπωση μικρέ μου ανιψιέ, συνέχισε, πως εσύ τόσο μικρός ενδιαφέρθηκες γι’ αυτό το θέμα ενώ κανείς ακόμα τόσα χρόνια από όλα τα σόγια δεν ενδιαφέρθηκε γι’ αυτό παρ’ όλο που το γνωρίζουν όλοι και αρκούνται στο να ρωτάνε και να μαθαίνουνε έτσι κουβεντιαστά και ικανοποιούν την επιθυμία τους μόνο με την κουβέντα. Τα λόγια με το χρόνο αγαπητέ μου ανιψιέ πετάνε και φεύγουν σαν τα πουλιά και ξεχνιούνται. Μόνο τα γραφτά λόγια μένουν γι απάντα. Αυτό να μην το ξεχνάς ποτέ σε όλη σου τη ζωή, σε όλες αυτές τις δουλειές ,ότι κι’ αν κάνεις».
Αυτά μου είπε και βγήκε έξω αφήνοντάς με μόνο μου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα σκοπό να αντιγράψω τίποτα από τις σημειώσεις αυτές. Είχα σκοπό να τις διαβάσω μια-δυο φορές, όπως έκανα με τα μαθήματα στο σχολείο να κρατήσω καμιά σημείωση και μετά από μνήμης να καθίσω στο σπίτι μου και να το γράψω μόνος μου. Αυτά όμως που μου είπε ο μπάρμπα- Γιάννης για τα λόγια που μοιάζουν σαν τα πουλιά που πετάνε κ.λ.π, μου άλλαξε τη γνώμη και αποφάσισα να κάνω πιστή αντιγραφή και μάλιστα με τη γλώσσα με τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε καθώς και την ορθογραφία του, έστω και αν σε ορισμένα σημεία, ήταν λαθεμένη. Αποφάσισα να σεβαστώ και να γράψω το κείμενο όπως ακριβώς ήταν γραμμένο.
Από πλευράς μορφής του κειμένου ήταν πραγματικά ένα καλλιτέχνημα. Με ωραία γράμματα ,πραγματικής καλλιτεχνίας, με ίσες διαστάσεις και αποστάσεις μεταξύ τους, καθαρά και ευανάγνωστα γεγονός που έδινε την εντύπωση πως είχε φτιαχτεί σε τυπογραφείο.
Στο βιβλίο αυτό ο μπάρμπα Γιάννης δεν είχε γράψει μόνο τις πληροφορίες για την ιστορία των προγόνων μας , αλλά είχε πάρα πολλές ιστορίες για διάφορα γεγονότα της περιοχής. έγραφε για διάφορα φονικά , για τις αιτίες που τα προκάλεσαν, για τις δίκες που έγιναν, για δημοτικές και βουλευτικές εκλογές, για συμπλοκές και φόνους που γινόντουσαν ανάμεσα στους υποστηρικτές των διαφόρων παρατάξεων, ανέφερε ονόματα νεκρών και φονιάδων, ανέφερε όλα τα ονόματα των νεκρών ανδρών ,γυναικών και παιδιών από την επιδημία της γρίπης του 1917. Ανέφερε γάμους και γλέντια που γινόσανται, διάφορες προσωπικές ιστορίες για συγκεκριμένα άτομα, άλλοτε κωμικές και άλλοτε σοβαρές. Καυγάδες στα καφενεία. Και τι δεν είχε γράψει σε αυτό το βιβλίο, που ήταν ένας πραγματικός θησαυρός.
Κάθισα και διάβασα πρώτα το κείμενο που με ενδιέφερε και μετά άλλες ιστορίες και βγήκα έξω. Βρήκα στο καφενείο του Χάρδα τον Γέρο-Γιάννη και το ρώτησα αν μπορούσα να πάρω το βιβλίο στο σπίτι για δυο μέρες. Μου απάντησε πως μπορούσα να πάω σπίτι του όσες μέρες ήθελα αλλά το βιβλίο αυτό δεν βγαίνει από το σπίτι. Έτσι την άλλη μέρα πήρα τα χρειαζούμενα και πήγα στο σπίτι του μπάρμπα Γιάννη.
Πήγα τρεις μέρες συνέχεια. Την αντιγραφή του ιστορικού των προγόνων μας το έκανα την πρώτη μέρα και τις άλλες δυο μέρες διάβασα ολόκληρο το βιβλίο. Εδώ τελειώνω τον πρόλογο και παραθέτω αμέσως το κείμενο του μπάρμπα Γιάννη.
Κώστας Λαμπρόπουλος.
Υστερόγραφο. Θα ακολουθήσει το κείμενο-έρευνα του Δημάρχου Ιωάννη Γιαννόπουλου και κατόπιν η έρευνα του Κώστα Λαμπρόπουλου.
Σε ευχαριστώ πολύ Απόστολος Λαμπροπουλος του Περικλή γεννηθείς στην Αθήνα 12/06/1968. Μεγαλώνοντας στην Αμερική ένας μεγάλος προβληματισμός ήταν πάντα από πού «κρατεί η σκούφια μου» ο Παππούς μου Απόστολος Λαμπρόπουλος, όταν έφυγε από τον Αετό είχε παντρευτεί την γιαγιά μου την Χαρίκλεια κε μένανε στο Θησείο, έχω μείνει στο σπίτι της Θείας Βασίλως Ηραΐσκου.
ΑπάντησηΔιαγραφήE-mail: lambro1968@yahoo.com