Ήλθε στα χέρια μας ένα ωραίο κείμενο από τον συμπατριώτη μας Γιάννη Γκότση. Είναι ένα κείμενο το οποίο όταν το διαβάσει κάποιος θα καταλάβει τις δυσκολίες των Ελλήνων στις αρχές του 19ου αιώνα. Η μετανάστευση ήταν η διέξοδος τότε προς τις μακρινές χώρες της Αμερικής με όλα εκείνα τα επακόλουθα του χωρισμού των οικογενειών. Θα δει ακόμη την καταξίωση της γυναίκας μέσα από μια νεαρή κοπέλα, καθώς και την αλληλεγγύη των Ελλήνων προς τους αναξιοπαθούντες συμπατριώτες.
Αξίζει να το διαβάσει κάποιος και να στοχαστεί όχι το προσωπικό της ιστορίας, αλλά τις καταστάσεις και τις συνθήκες της εποχής.
Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1920, τότε που η Ελλάδα αιμορραγούσε ακόμα, απ΄τους πολέμους που έκανε για ν΄απελευθερώσει τα σκλαβωμένα παιδιά της και να πάρει πίσω τους τόπους που της ανήκαν. Ένας καλός οικογενειάρχης από τα Σουλιμοχώρια απόπερα, ένα μικρό χωριουδάκι που τόλεγαν Χρυσοχώρι, άφησε τη γυναίκα του και τα πέντε ανήλικα παιδιά του και πήρε το δρόμο για την Αμερική, να δουλέψει, να μαζέψει λίγα χρήματα και να γυρίσει στο χωριό του για ν΄αγοράσει δυό - τρία χωράφια και δουλεύοντάς τα, να βγάζει το ψωμί της φαμελιάς του.
Συνηθισμένη ιστορία των Ελλήνων της εποχής εκείνης, που μπάρκαραν σε σαπιοκάραβα για να τους πάνε στο νέο κόσμο, να δουλέψουν, να φάνε ψωμί, μα πάνω απ΄όλα " να καζαντίσουν " και μετά να γυρίσουν στον τόπο τους και να χτίσουν μια καλύτερη ζωή.
Αμέσως μόλις έφθασε στην Αμερική, βρήκε δουλειά σ' ένα εργοστάσιο που έβγαζε κονσέρβες και ότι χρήματα του περίσσευαν τα έστελνε πίσω στο χωριό να ταΐσει την εξαμελή φαμελιά του, να μη τους λείπει τίποτα και δεν βαριέσαι, είχε ο Θεός για αποταμίευση και αγορά χωραφιών. Όταν θα μάθαινε λίγο την γλώσσα, θα φρόντιζε να βρει μια καλύτερη δουλειά η και δύο και με τα περισσότερα χρήματα που θα έβγαζε, θα κατάφερνε να βάζει και στην μπάντα για την επιστροφή και τα χωράφια.
Δεν πέρασαν καλά-καλά δέκα μήνες από τότε που έφθασε στην Αμερική και η γυναίκα του, που άφησε πίσω στο χωριό με πέντε παιδιά, πέθανε. Ήταν μια χρυσή γυναίκα, γλυκομίλητη, καλοσυνάτη, αγαπητή στο μικρό χωριό. Καταγόταν από το Ψάρι, από το σόι των Γκριζταλαίων. Όταν μαθεύτηκε το κακό, όλο το χωριό βυθίστηκε στο θρήνο, στον πόνο και στο πένθος, λες και χάθηκε άνθρωπος από το δικό τους σπίτι. Ακούγοντας την πένθιμη λαλιά της καμπάνας του χωριού, άφησαν τις δουλειές τους και έτρεξαν στο σπίτι της πεθαμένης γυναίκας να συμπαρασταθούν στα μικρά ορφανά, τρία κοριτσάκια και δύο αγοράκια,από έντεκα μηνών μέχρι δέκα τριών χρονών. Οι περισσότεροι ξενύχτησαν εκείνο το βράδυ στο σπίτι της πεθαμένης γυναίκας και την άλλη μέρα, οι θείες έντυσαν τα ορφανά με τα καλά τους ρούχα, ήρθε ο παπάς ντυμένος με τα καλά του άμφια και όλοι μαζί, άντρες γυναίκες και παιδιά, κίνησαν για το μικρό κοιμητήριο στην άκρη του χωριού.
Οι χωριανοί δεν έκλαιγαν, δεν μοιρολογούσαν,παρά βάδιζαν βουβοί για να μην τρομάξουν τα ορφανά και μονάχα καμιά γριά ξεστόμιζε κανά βαθύ "Κύριε Ελέησον", ενώ οι νέες μητέρες είχαν ανοίξει τον κόρφο τους και βύζαιναν τα μωρά τους, για να μη βγάλουν κραυγή και τρομάξουν τον ύπνο της πεθαμένης.
Ο Παπάς ήταν ένας αγέρωχος γέρος απ΄το σόι των Ντρέδων, που όταν τραγούδαγε τα κλέφτικα ή έψελνε στην εκκλησιά, ο κόσμος άνοιγε το στόμα του και τ' αυτιά του, για ν' απολαύσει την μελωδία που έβγαινε απ΄το λαρύγγι του. Έτσι στολισμένος όπως ήταν με το χρυσοκεντημένο πετραχήλι και το ασημένιο Ευαγγέλιο στην αγκαλιά, μπήκε μπροστά απ' το φέρετρο κι΄απ΄τον κόσμο και έσπρωξε με δύναμη την πόρτα του κοιμητηρίου για ν' ανοίξει, λες και ήθελε να βγάλει κάπου το άχτι του.
Ο καιρός ήταν κι' αυτός μουσκλωμένος γιατί την νύχτα είχε βρέξει, το χώμα ήταν μαλακό και η ατμόσφαιρα μύριζε υγρασία και βρεγμένο χώμα. Στα φύλλα της ελιάς κρέμονταν ακόμα σταλαγματιές απ' την βροχή κι' ουρανός στεκόταν από πάνω μαύρος κι' άγριος. Οι ξύλινοι σταυροί ήταν μουσκεμένοι απ' τη βροχή, μερικά φαναράκια έκαιγαν ακόμα στους τάφους, ενώ κάτι κιτρινισμένες απ' το χρόνο φωτογραφίες κρυμμένες εδώ κι' εκεί πίσω απ' το γυαλί, μαρτυρούσαν πως ήταν οι κοπέλες πριν προλάβουν να παντρευτούν, πως ήταν οι λεβέντες όταν ζούσαν. Μ' αυτόν τον καιρό, μ' αυτή τη θλίψη,μ' αυτή την πίκρα και μ' αυτό τον κόμπο στο λαιμό, θάφτηκε η γλυκειά Δημητρούλα, η Μητέρα των πέντε ανήλικων παιδιών, ενώ ο παπάς με βουρκωμένα μάτια και χλωμό πρόσωπο, αγριοκοίταζε προς τα πάνω τον Θεό λες και ζητούσε εξηγήσεις γι' αυτά που συνέβαιναν στο βασίλειό Του.
Πολλοί θυμούνται πως την ημέρα εκείνη δεν έψελνε ούτε είχε χάρη η λαλιά του, παρά μόνο φώναζε αυτά που έπρεπε να ψάλει σαν να φοβέριζε Θεό κι' ανθρώπους, όπως η μάνα του Κίτσου, καθώς μας λέει και το τραγούδι." Με το ποτάμι μάλωνε και το λιθοβολούσε". Σκέπασαν τη Δημητρούλα με το βαρύ βρεγμένο χώμα, μάζεψαν τα ορφανά και με βαρυά καρδιά, γύρισαν στο άδειο και κρύο σπίτι, άναψαν τη φωτιά στο παραγώνι και κανόνιζαν τι έπρεπε να πράξουν από δω και πέρα.
Οι συγγενείς είπαν να πάρουν τα παιδάκια στο δικό τους σπίτι, άλλος ένα, άλλος δύο, μέχρι να γυρίσει ο Πατέρας τους από την Αμερική και να τα συμμαζέψει.Ο Πατέρας δεν είχε μεγάλο σόι στο χωριό, γιατί ήταν μοναχοπαίδι και οι Γκριτζαλαίοι πρότειναν να κλείσουν το σπίτι και να πάρουν τα παιδιά στο Ψάρι και στο Σουλιμά.
Ο παπάς καθισμένος σ' ένα σκαμνί κοντά στη φωτιά, φούμαρε το ένα τσιγάρο κοντά στο άλλο, δεν μίλαγε και η άγρια ματιά του ήταν καρφωμένη στο κενό. Άκουσε την κουβέντα, γύρισε το κεφάλι του κατά τα ορφανά, τα κοίταξε ένα-ένα, αναστέναξε και με φωνή που έμοιαζε σαν να ερχόταν απ' τον Άδη, συμφώνησε πως έτσι έπρεπε να γίνει.
Το μεγαλύτερο ορφανό, η Βασίλω των δέκα τριών χρονών, δεν ήθελε να ακούσει με κανένα τρόπο τέτοιο πράγμα!. Χωρίς δάκρυα στα μάτια, χωρίς φόβο και αμφιβολία σήκωσε το πονεμένο βλέμμα και αντίκρισε θαρρετά, έναν-έναν τους μεγάλους στα μάτια.Με γλυκιά σταθερή φωνή, τους ανακοίνωσε πως δεν ήθελε να δει τ' αδερφάκια της σκορπισμένα στο ένα χωριό και στο άλλο, σε άλλα σπίτια, σε άλλους ανθρώπους, όσο καλοί και να ήταν αυτοί οι άνθρωποι, παρά ήθελε να μείνουν όλα εκεί στο σπίτι τους.
Απότομα απλώθηκε σιγή γύρω-γύρω και ολονών τα μάτια καρφώθηκαν πάνω στο πονεμένο πρόσωπο της μικρής κοπελίτσας. Μία θεία τους με τρυφερή μαλακιά φωνή, της εξήγησε πως πέντε μικρά παιδιά, δεν μπορούν να ζήσουν μόνα τους, θέλουν φροντίδα, θέλουν φαγητό,θέλουν καθαρά ρούχα,θέλουν προστασία.Εγώ θα τα φροντίσω όλα θεία, απάντησε η Βασίλω! Μερικοί θείοι έκαναν το σταυρό τους και πήγαν ν' αγριέψουν, αλλά η αετίσια ματιά του παπά που είχε αρχίσει να δαγκώνει τα μουστάκια του, τους έκοψε τον αέρα. Ας μείνουν εδώ είπε και μετά από λίγες μέρες βλέπουμε.Έτσι λοιπόν η μικρή Βασίλω, αφού πρώτα αντιστάθηκε στην πίεση και την λογική των καλών συγγενών, κατόρθωσε να πείσει τους συγγενείς και τον παπά, να κερδίσει την συγκατάθεση και τον σεβασμό τους ώστε τ' αδερφάκια της να μείνουν όλα μαζί στο σπίτι τους. Αυτή στην τρυφερή ηλικία των δέκα τριών χρονών,όταν τα κοριτσάκια γνωρίζουν τον εαυτό τους και τα κάλη τους, θα γινόταν Μάνα, Πατέρας, προστάτης αλλά και ήρωας. Δυό-τρείς θείες που έμειναν τις πρώτες μέρες με τα ορφανά, προσπάθησαν να τη μεταπείσουν και ν' αλλάξει γνώμη. Η Βασίλω όμως, με σταθερή φωνή,με ήρεμο πρόσωπο κι' ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη, τις διαβεβαίωνε πως είναι ικανή να προσέχει και να φροντίζει τα τέσσερα αδερφάκια της και πως με κανένα τρόπο δεν θα τα χώριζε. Τελικά έγινε το δικό της και η οικογένεια δεν σκορπίστηκε, τα πουλάκια έμειναν στη φωλιά τους και μια μικρή κοπελίτσα, σε διάστημα λίγων ημερών μεταμορφώθηκε σε μια ώριμη και σίγουρη για τον εαυτό της γυναίκα.
Πρώτη δουλειά της ήταν να χαλάσει όλα τα κρεβάτια που υπήρχαν μέσα στο σπίτι. Έφτιαξε ένα χώρο κοντά στο τζάκι,βάζοντας γύρω-γύρω μπαούλα, κασέλες, κιβώτια, φτιάχνοντας ένα όμορφο τετράγωνο κλουβί μπροστά στη φωτιά. Κατόπιν έστρωσε κάτω, ότι στρώματα έβγαλε απ΄τα κρεβάτια και τοποθέτησε γύρω-γύρω από ένα μαξιλάρι για κάθε παιδάκι κι' εκεί σ' αυτή τη ζεστή γωνιά, κοίμιζε τα ορφανά τα βράδια. Αυτή πλάγιαζε προς το μέρος της φωτιάς,για να προστατεύει τ' αδερφάκια της από κανένα κακό.Τα βράδια του χειμώνα τότε που ο καιρός αγρίευε, ο βοριάς φυσούσε μανιασμένος, τα σύννεφα σκέπαζαν τον ουρανό και τα σκυλιά αλυχτούσαν άγρια για να φοβίζουν τους λύκους, τα μικρά τα έπιανε τρόμος και κρατούσαν σφιχτά το φουστάνι της Βασίλως. Όταν κανένας βαρβάτος γάτος ούρλιαζε στα κεραμίδια, για να προγκίξει τους αντιπάλους του και να κάνει δικό του το θηλυκό, τότε και πάλι τα ορφανά έτρεχαν κοντά στη Βασίλω, σαν φοβισμένα πουλάκια που τρέχουν να κρυφτούν κάτω απ' την κλώσα μάνα τους για προστασία και σιγουριά. Αυτή τα καθησύχαζε και διασκέδαζε το φόβο τους με τη σταθερή της στάση και την ήρεμη κουβέντα της, χωρίς να χρησιμοποιήσει τα χάδια σαν εργαλείο για να τα ηρεμήσει. Άλλωστε, που να βρεθούν τόσα χάδια για τόσα παιδιά, για τόσα πολλά και δύσκολα βράδια.
Πριν βραδιάσει, κάθε μέρα,έπρεπε να πάει στο κοιμητήριο ν' ανάψει το καντήλι στο μνήμα της Μάνας της. Πολλές φορές με τις φροντίδες των παιδιών και τις δουλειές του σπιτιού την έπιανε το σκοτάδι. Αυτή αψηφούσε το φόβο και έπαιρνε το δρόμο για το κοιμητήριο, κρατώντας το φανάρι στο χέρι της, περιγελώντας τον φόβο, αφού είχε σαν όπλο τον πόνο και τις φροντίδες.
Τις πρώτες μέρες οι συγγενείς και οι γειτόνοι, μαγείρευαν φαγητό και το πήγαιναν στα ορφανά κάθε βράδυ. Η Βασίλω δεν ήθελε να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, αλλά και δεν ήθελε να προσβάλει τους καλούς αυτούς ανθρώπους. Έτσι λοιπόν κάθε 4-5 ημέρες ζύμωνε, έπλαθε το ζυμάρι, άναβε το φούρνο και έψηνε το ψωμί γι΄αυτήν και τ' αδερφάκια της. Κάθε βράδυ, όταν κάποια θεία ή γειτόνισσα άνοιγε την πόρτα για να φέρει τον τέντζερη με το ζεστό φαγητό, αντίκριζε μπροστά της όλα τα παιδάκια φρεσκοπλυμένα και καθαρά να κάθονται γύρω απ' τον σοφρά και να απολαμβάνουν το φρέσκο και ζεστό φαγητό που μόλις είχε ετοιμάσει η Βασίλω. Το μωρό καθαρό και χορτασμένο, κοιμόταν ήσυχα-ήσυχα στη ζεστή του γωνίτσα. Έτσι λοιπόν, οι καλοί αυτοί άνθρωποι δεν σταμάτησαν να ανοίγουν την πόρτα,να μπαίνουν και να κάθονται γύρω απ' το ζεστό τζάκι με τα ορφανά δίπλα τους, αλλά δεν έφερναν φαγητό και ψωμί, μια και δεν χρειαζόταν πια.
Ο Πατέρας στην Αμερική, όταν έμαθε τον χαμό της γυναίκας του, κόντεψε να τρελαθεί! Ήθελε να γυρίσει άμεσα στο χωριό κοντά στα παιδιά του, αλλά δεν είχε ούτε και τα ναύλα της επιστροφής. Έκοβε απ' το φαΐ του για να μαζέψει τα ναύλα, αλλά τα γράμματα που έπαιρνε απ' τους συγγενείς και τον παπά, τον διαβεβαίωναν πως τα παιδιά είναι μια χαρά και πως η Βασίλω τα φροντίζει και τα προσέχει καλύτερα κι' από μια μεγάλη γυναίκα. Έτσι αποφάσισε να δουλέψει ακόμα ένα χρόνο, να μαζέψει τα ναύλα, ν' αγοράσει λίγα δώρα για τα παιδιά, να φέρει δυό πράγματα και λίγα δολάρια στο σπίτι. Όταν γύρισε στο χωριό, δεν ήξερε αν έκλαιγε από χαρά η από λύπη, γιατί όλα ήταν στη θέση τους και πρώτα απ' όλα τα παιδιά του. Έλειπε όμως η καλή της καρδιάς του, η γλυκιά του Δημητρούλα, η Μητέρα των παιδιών του. Πολλοί τον προέτρεπαν να βρει μια γυναίκα να παντρευτεί και να μοιραστεί τα βάρη των παιδιών και της οικογένειας. Ήταν ακόμα νέος και η ξενιτειά μαζί με τον πόλεμο είχαν λιγοστέψει τους άντρες και οι γυναίκες περίσσευαν.Αυτός όμως δεν ήθελε ούτε ν' ακούσει για τέτοια πράματα. Αφοσιώθηκε στην οικογένειά του, φρόντιζε τα παιδιά του, μαγείρευε, ζύμωνε το ψωμί, έστρωνε τα κρεβάτια, έπλενε τα ρούχα, έφτιαχνε χυλοπίτες, όργωνε τα χωράφια, μάζευε τις ελιές, τρύγαγε τ' αμπέλι και ύστερα από μερικά χρόνια σε σχετικά νεαρή ηλικία, έφυγε για να βρει την Δημητρούλα του και να της μολογήσει τα νέα απ' τον επάνω κόσμο. Να της πει πόσο περήφανος ήταν για την μεγάλη του θυγατέρα, που ποτέ δεν υπέκυψε στα κοριτσίστικα καλέσματα, να βγει έξω απ΄το σπίτι και μαζί με τις κοπέλες της ηλικίας της να παίξει,να γελάσει και ν' ανταλλάξει τα μυστικά της τρυφερής καρδιάς της.
Η θυγατέρα αυτή όμως μεγάλωσε, έγινε μια όμορφη νέα γυναίκα και μετά παντρεύτηκε τον Πατέρα μου. Έφυγε απ' τη ζωή στα βαθιά της γεράματα,χωρίς να προλάβω η μάλλον να σκεφτώ να της πω πως κι' εγώ είμαι περήφανος γι' αυτή τη μικρή Βασίλω, που αργότερα έγινε Μητέρα μου. Θέλω να της το πω τώρα, βάζοντας στο χαρτί εκείνο το κομμάτι της δύσκολης ζωής της. Ευτυχώς που υπάρχουν κι' οι θύμησες......... Γιάννης Γκότσης (κόρος) Σίδνεϊ Αυστραλίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου