Ήταν αρχές της δεκαετίας του '60. Ήμασταν τότε 12-13 χρονών και τελειώσαμε το Δημοτικό Σχο-λείο. Το επόμενό μας βήμα ήταν να πετύχουμε στο Γυμνάσιο (δίναμε εξετάσεις τότε), να μάθουμε γράμματα και να γίνουμε άνθρωποι όπως μας έλεγαν.
Φαίνεται πως οι καιροί εκείνοι ήταν δύσκολοι και το ψωμί έβγαινε με κόπο και πολύ ιδρώτα απ' τους ανθρώπους που πάλευαν μαζί με τα ζώα για να μπορέσουν να ζήσουν. Καθημερινή η συνύπα-ρξη, κοινός και κοπιαστικός ο αγώνας μοιραία λοιπόν η ταύτιση των ανθρώπων με τα ζώα.
Μάλλον έτσι εξηγείται το ότι μας έλεγαν ότι θα γίνουμε άνθρωποι, μαθαίνοντας γράμματα. Εί-χαν φαίνεται βάλει ένα νοερό σύνορο. Αποδώ τα ζώα και όσοι δεν ήξεραν γράμματα, κι' αποκεί όσοι ήξεραν γράμματα μόνοι τους, άνθρωποι χωρίς ζώα.
Αφού έτσι μας είπαν, έτσι και κάναμε, ξεκινήσαμε λοιπόν για το Γυμνάσιο του Δωρίου.
Εμείς μέχρι τότε, μικρά παιδόπουλα, δεν είχαμε βγεί πάρα έξω. Άντε να πηγαίναμε καμιά Κυρι-ακή στο παζάρι στο Κοπανάκι με τη μάνα μας. Πιστεύαμε ότι το χωριό μας ήταν ο κόσμος όλος που
τα σύνορά του έφταναν μέχρι την κορυφογραμμή που βλέπαμε, Τσουρούμπι-Βεργωτού-Τετράζι-Αη Λιά-Τσέπουρι-Μαλικέϊκο-Πύλα. Άσε που πιστεύαμε ότι αν ανεβούμε στην κορυφή της Πύλας θα αγγίζαμε με ένα μεγάλο καλάμι τον ουρανό και τον Θεό.
Με βοηθό μας εκείνο τον Θεό του Αητού που κατοικούσε στον ουρανό πάνω απ' την Πύλα βρεθήκαμε πρωτάκια μαθητές Γυμνασίου σε ένα απέραντο προαύλιο, σε σχέση με εκείνο του Δημο-τικού μας σχολείου, ανάμεσα σε πεντακόσια άλλα παιδιά από τα γύρω χωριά. Που να σιλαρώσουμε στο καινούργιο περιβάλλον με τόσες άγνωστες φάτσες δίπλα μας. Τα μάτια σας δεκατέσσερα μας είχαν 'πει οι μανάδες μας. Κομμένα τα παρατσούκλια που λέγαμε στο χωριό μας. Ταμπουρωθήκανε στην καταγωγή μας και ζυγώμανε μόνο εκεί που υπήρχε γνωστή φυσιογνωμία.
Μέσα σε μια παράγκα που βρισκόταν στην άκρη στο προαύλιο κοντά στην εκκλησία, υπήρχε μια γνώριμη σε 'μας φυσιογνωμία , ο Παστελάς, έτσι τον λέγανε και έτσι τον ξέραμε. Το πραγματικό του όνομα ήταν Παναγιώτης Καμπούκος, καταγόταν απ΄το χωριό μας, αλλά μετακινήθηκε και εγκαταστάθηκε στο Δώριο στα Αητουβουνέϊκα μαζί με πολλούς άλλους μετά το ολοκαύτωμα που υπέστη ο Αετός από τους Γερμανούς κατακτητές.
Άγνωστο πως αποφάσισε και που έμαθε εκείνα τα χρόνια αυτός ο άνθρωπος να κάνει αυτή τη δουλειά. Έφτιαχνε μόνος του χειροποίητα παστέλια, καθώς και χειροποίητα γλυκά,ένα είδος σάμαλη
τις πάστες όπως τις λέγαμε.
Όταν και όπου υπήρχε πανηγύρι η γιορτή, στην Αγιά Σωτήρω, το Πάσχα, στον ΑηΛιά, στο Φαρμάκι, ο Παστελάς ερχόταν με τα γαϊδουράκια του, έστηνε ένα αυτοσχέδιο πάγκο και πουλούσε τα χειροποίητα παστέλια και γλυκά του, μαζί με άλλες λιχουδιές για μικρά παιδιά, όπως σοκολάτες
γλειφιτζούρια, στραγάλια, αλλά και κάποια παιχνίδια όπως καθρεφτάκια, σφυρίχτρες κλπ.
Όλα τούτα που εμπορευόταν, γίνονταν τότε όπως και σήμερα πόλος έλξης για τα μικρά παιδιά και μαζευόμαστε πάντα γύρω απ' αυτόν τον αυτοσχέδιο πάγκο σαν μελισσόπουλα πάνω στο μέλι. Το γεγονός ότι ποτέ δεν έλειπε από τις γιορτές και τα πανηγύρια του χωριού μας σε συνδυασμό με το ότι
ξέραμε ότι κατάγεται απ' το χωριό μας, τον είχαν καταστήσει σε 'μας σαν μια οικεία και συμπαθητική φυσιογνωμία.
Ήταν ένας σχετικά κοντοκαμωμένος άνθρωπος. Όταν κυκλοφορούσε έξω, φορούσε πάντα ένα άσπρο καπέλο ψαθάκι, είχε βαθιά κομμένα τα νύχια του και πεντακάθαρα τα χέρια του. Η φυσιογνω-μία του ήταν συνεχώς στρυφνή, λιγόλογος και οι κουβέντες του κοφτές." Έλα δω κάτσε εκεί, πάρε αυτό, κάνε εκείνο". Στο βάθος όμως ήταν ένας καλοσυνάτος άνθρωπος, που έβγαζε μια ιδιαίτερη ευαισθησία στα παιδιά, ίσως επειδή αυτός δεν αξιώθηκε να αποκτήσει δικά του.
Φθάναμε απ' τον Αετό σχεδόν χαράματα στις 7 με το λεωφορείο. Οι αρμόδιοι φωστήρες της εποχής δεν φρόντιζαν να είναι ανοιχτές οι αίθουσες να μπαίνουμε μέσα και να μη ξεπαγιάζουμε τα χειμωνιάτικα πρωινά στο προαύλιο του Γυμνασίου. Τότε ήταν που ο Παστελάς μας μάζευε σαν κλωσόπουλα με βάρδιες στριμωχτά στην μικρή του παράγκα με το μαγκάλι αναμμένο που την έκανε φούρνο πραγματικό. Ζεσταίνονταν πρώτα οι μικρότεροι και ακολουθούσαν οι μεγαλύτερες ηλικίες.
Έκοβε με μαεστρία τα παστέλια σε σχήμα ρόμβου, τις πάστες σε τετράγωνο και όταν υποψιαζόταν πως έτρεχαν τα σάλια μας, έδινε από τις άκρες μικρά κομματάκια σε όλους μας. Σε όλους τους τότε μαθητές, είναι γνώριμες οι γεύσεις της μελωμένης πάστας που τρώγαμε απ' τα χέρια του.
Τον θυμήθηκα τις άλλες όταν ο κουμπάρος μου Παναγιώτης Καραϊσκος με κέρασε μια παρόμοια πάστα στο παζάρι στο Κοπανάκι και σκέφτηκα ότι οι τότε μαθητές του Γυμνασίου στο Δώ-ριο θα 'θελαν να πουν Θεός συγχωρέστον και αιωνία η μνήμη αυτουνού και της γυναίκας του της Κυ-ρά Μαρίας για την τρυφερότητα και την έγνοια που μας έδειξαν.
Το παρόν πρωτοδημοσιεύτηκε στην ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΑΕΤΟΥ το 2007 αριθμός φύλλου 81, από τον τότε Πρόεδρο του Συλλόγου ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΑ ΓΚΟΤΣΗ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου