Τιμή και δόξα στη Mεταπολίτευση ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΓΚΑΛΟΣ
Εχει
γίνει της μόδας να κηρύττουν με ανακούφιση διάφοροι τύποι του συρμού το
«τέλος της Μεταπολίτευσης» που καταγγέλλεται πολλαπλώς. Γιατί δεν
εκπλήρωσε όνειρα και προσδοκίες, γιατί δεν υλοποιήθηκαν τα οράματα,
γιατί δεν τιμωρήθηκαν επαρκώς οι αυτουργοί του πραξικοπήματος και οι
συνεργάτες του χουντικού καθεστώτος κ.ο.κ.
Οσοι θέλουν να μειωθεί το μέγεθος
της αλλαγής που επέφερε η Μεταπολίτευση και η σημασία του μηνύματός της
επωφελούνται από τη διέλευση 40 χρόνων από τα γεγονότα του 1974. Στο
ενδιάμεσο μια ολόκληρη γενιά «κακομαθημένων Ελλήνων» γεννήθηκε,
ενηλικιώθηκε και ωρίμασε. Για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα
«το ποτάμι δεν γύρισε πίσω». Ούτε εθνικές καταστροφές ούτε εμφύλιες
διενέξεις ούτε οικονομική κρίση και χρεοκοπία αλλά, αντίθετα, πολλά και
μικρά βήματα προς τα εμπρός.
Ετσι
ήρθε στα πράγματα μια γενιά Ελλήνων που θεωρούν ότι το κράτος τούς
οφείλει τα πάντα και αυτοί πρέπει να οφείλουν όσο το δυνατόν λιγότερα
στο κράτος. Μια γενιά που έχει μια εντελώς διεστραμμένη αντίληψη της
Ιστορίας. Θεωρεί ότι υπάρχει το ανεκτό και ότι πρέπει να διεκδικείς το
καλύτερο χωρίς ποτέ να σκέπτεται ότι μπορεί να συμβεί το χειρότερο. Μια
γενιά που θεωρεί ότι για όλα φταίνε οι άλλοι, είτε ως κοινωνικές ομάδες
είτε ως πολιτική εκπροσώπηση είτε ως πνευματική ηγεσία είτε, τέλος, ως
μυθικοί συνωμότες εχθροί της υπερούσιας πατρίδας μας.
Αυτή
η γενιά επέτρεψε στον εαυτό της την ανεύθυνη και αλλοπρόσαλλη οργισμένη
ψήφο ψηφίζοντας νεοναζιστές, νεο-σταλινικούς, αναρχο-τροτσκιστές και
απολογητές της τρομοκρατίας και αρλουμπολόγους δημαγωγούς. Αυτή η γενιά
είναι πράγματι προϊόν της Μεταπολίτευσης και όταν έφερε στη θέση της
αξιωματικής αντιπολίτευσης και παρέδωσε τα μισά περίπου έδρανα της
Βουλής σε εχθρούς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και σε κάθε λογής
κατακάθια της κοινωνίας έδειξε πόσο βαθιά καθυστερημένη πολιτικά και
πολιτισμικά είναι.
Ας
δούμε όμως ψύχραιμα τι έγινε τότε και τι θα μπορούσε να γίνει.
Αποφύγαμε το λουτρό αίματος της αντεκδίκησης, τις καταστροφές
περιουσιακών στοιχείων και τον εξευτελισμό ανδρών και γυναικών που
κακώς, κάκιστα θα έλεγα μάλιστα, συνεργάστηκαν ή έδειξαν ανοχή προς τη
δικτατορία. Για πολλούς από εμάς εκείνη η στιγμή ήταν εξαιρετικά
δύσκολη. Προσωπικά έτρεφα και τρέφω βαθύτατο μίσος και περιφρόνηση για
όλους αυτούς. Από τον οπερετικό Γλύξμπουργκ ως το τελευταίο τσιράκι της
χούντας. Εκείνη την εποχή ήμουν ένας από αυτούς που ευχαρίστως θα
έβλεπαν τους πρωταιτίους του πραξικοπήματος να απαγχονίζονται ατιμωτικά
σε μια δημόσια πλατεία. Συζητούσα όμως με σωφρονέστερους ανθρώπους ως
επί το πλείστον μεγαλύτερης ηλικίας από εμένα και πρέπει να αναγνωρίσω
ότι είχαν δίκιο και είχα άδικο. Η βία δεν μπορεί να είναι όπλο μιας
ισχυρής δημοκρατίας. Κυρίως δε η βία εναντίον των ηττημένων. Η Ελλάδα
κατέκτησε χάρη στο αναίμακτο της Μεταπολίτευσης μια προνομιούχα θέση
μεταξύ των πολιτισμένων εθνών. Σε μεγάλο βαθμό αυτό το οφείλουμε στον
Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Εχω
και άλλες φορές αναφέρει τη σημασία της αυτογνωσίας και στις προσωπικές
και στις δημόσιες υποθέσεις. Γιατί άραγε επιμένουμε τόσο συστηματικά να
ξεχνάμε ότι λίγους μήνες μετά το ακροδεξιό πραξικόπημα εναντίον του
Μακαρίου και την καταστροφή της Κύπρου ο λαός μας – εμείς όλοι, δηλαδή –
εψήφισε στο δημοψήφισμα για την αλλαγή του πολιτεύματος. Ενας Ελληνας
στους τέσσερις εψήφισε υπέρ της αμαρτωλής και βεβαρημένης από κάθε
άποψης βασιλευόμενης και του ανεκδιήγητου εκπροσώπου της.
Αλλά,
εκτός από την αποφυγή παγίδων αυτού του είδους, είναι ανάγκη να δούμε
ποια ήταν η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, ποια είναι η σημερινή Ελλάδα και
ποια ήταν τα οράματα που διαψεύστηκαν και δεν υλοποιήθηκαν.Συµπληρώνουµε
σαράντα χρόνια, σχεδόν µισό αιώνα, χωρίς εµφύλιο πόλεµο, χωρίς
επιστράτευση για την αντιµετώπιση άµεσης απειλής κατά της εδαφικής
ακεραιότητας και µε αµυντικές δαπάνες που παραµένουν πάντα δυσανάλογα
υψηλές αλλά συνεχώς µειώνονται και σε απόλυτα µεγέθη και ως ποσοστό επί
του ΑΕΠ.
Οι
θεσμοί μας λειτουργούν ομαλά. Πολλά θα μπορούσε να πει κανείς και
περισσότερα απ’ όσα πρέπει λέγονται για την οργάνωση και το κύρος του
Κοινοβουλίου, τη σχέση της πολιτικής με το χρήμα, την παράδοση πολιτικής
πελατείας και τον κομματισμό και τη βραδύτητα στην απονομή της
δικαιοσύνης. Τα ίδια όμως ή ανάλογα λέγονται και σε όλες τις άλλες
κοινοβουλευτικές δημοκρατίες της Ευρώπης.
Κατά καιρούς
διαπιστώνουμε ότι η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των πιο διεφθαρμένων
χωρών του κόσμου. Κανείς δεν εξηγεί ότι κριτήριο για αυτή την κατάταξη
είναι η γνώμη των ιδίων των πολιτών της χώρας, όπως εκφράζεται μέσα από
δημοσκοπήσεις. Αναρωτιέμαι, υπάρχει άλλη χώρα του ανεπτυγμένου κόσμου
όπου να δρα ανενόχλητα και αναπάντητα τόσο ισχυρό lobby κομμουνιστικών
και ναζιστικών απόψεων; Υπάρχει άλλη χώρα της Ευρώπης όπου οι ορκισμένοι
εχθροί της δημοκρατίας να κατέχουν τόσο σημαίνουσα θέση στη διανόηση
και να ελέγχουν μερικές φορές ασφυκτικά τα μέσα ενημέρωσης; Η Ελλάδα της
Μεταπολίτευσης έχει σίγουρα πρόβλημα διαφθοράς. Η συγκλονιστική όμως
κατάταξή της παγκοσμίως οφείλεται αποκλειστικά στη σκληρή δουλειά των
εχθρών της δημοκρατίας μας που είναι πανίσχυροι. Κυρίως διότι επέτυχαν
να αλώσουν τον χώρο της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Αλλά και
οικονομικά αν εξετάσουμε το ζήτημα. Είναι αποτυχημένη μια χώρα που έχει
κάνει το κολοσσιαίο άλμα προς τα εμπρός που έκανε η ελληνική οικονομία
από το 1974 και μετά;
Ας παραβλέψουμε ότι το 1981, και πάλι σε
μεγάλο βαθμό χάρη στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, γίναμε δεκτοί στην
Ευρωπαϊκή Οικονομική Kοινότητα (ΕΟΚ) πολλά χρόνια πριν από την Ισπανία
και την Πορτογαλία που είχαν απαλλαγεί ταυτόχρονα με μας από τα
φασιστικά τους καθεστώτα.
Ας
παραβλέψουμε επίσης ότι η Ελλάδα κερδίζει, χάρη στη μεγαλοφυΐα και την
προσαρμοστικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου, ηγετική θέση μέσα στο κοινοτικό
γίγνεσθαι. Προτάσεις, διπλωματικοί χειρισμοί, πρωτοβουλίες και
προπαγανδιστικές εκστρατείες φέρνουν το ένα μετά το άλλο τα Μεσογειακά
Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ), τις διαρθρωτικές πολιτικές στήριξης και
τα πακέτα χρηματοδότησης του καθυστερημένου Νότου (Ντελόρ, Σαντέρ).
Αλλάζουν τη μορφή της Ευρώπης.
Ας παραβλέψουμε, τέλος, ακόμη
και τη θριαμβευτική επιτυχία της εισόδου στην Ευρώπη της Κυπριακής
Δημοκρατίας, χωρίς προηγουμένως να έχει λυθεί το πολιτικό της πρόβλημα,
όπως απαιτούσαν οι Τούρκοι, οι Αμερικανοί και πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές
χώρες.
Τέλος, ας καταραστούμε, όπως επιβάλλει η μόδα, την ισότιμη συμμετοχή μας στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης: τη ζώνη του ευρώ.
Κατεβαίνοντας στο επίπεδο του χυδαίου λαϊκισμού στο οποίο εκφράζεται η
αρπακτική ψηφοθηρική διάθεση των τυχοδιωκτών του ΣΥΡΙΖΑ και των λοιπών
εθνικοσοσιαλιστικών τάσεων και κομμάτων, ας δούμε και «την τσέπη μας».
Υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στη σημερινή Ελλάδα και στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης;
Ο
ελληνικός λαός και οι πολιτικοί ηγέτες που ο έλληνας πολίτης εξέλεγε
και με την υπεύθυνη ψήφο του τους ανέθετε να κυβερνήσουν τη χώρα
δημιούργησαν κολοσσιαίες υποδομές. Αυτοκινητόδρομοι, λιμάνια,
αεροδρόμια, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, πανεπιστήμια και νοσοκομεία
παντού γύρω μας δείχνουν ξεκάθαρα ότι οι Ελληνες και να δουλεύουν
γνωρίζουν και να φέρνουν αποτελέσματα μπορούν. Η σημερινή Ελλάδα για
όσους έζησαν τη Μεταπολίτευση και τα χρόνια που αμέσως ακολούθησαν είναι
άλλη χώρα.
Χρεωθήκαμε για να τα κάνουμε όλα αυτά; Βεβαίως ναι.
Χρεωθήκαμε υπέρμετρα, αλόγιστα και μερικές φορές αδικαιολόγητα; Ασφαλώς
ναι. Αλλά στο πλαίσιο ενός ανοιχτού δημοκρατικού καθεστώτος όπου ισχύει
η λαϊκή κυριαρχία και πηγή κάθε εξουσίας είναι ο ίδιος ο πολίτης, πώς
είναι δυνατόν κάποιοι να είναι ένοχοι και άλλοι αθώοι;
Πότε και
για ποιον λόγο εσείς όλοι που κραυγάζετε σήμερα κατά του πολιτεύματος
και κατά του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας είπατε έστω και μία
φορά «όχι»; «Οχι» σε νέους διορισμούς, «όχι» στον υδροκεφαλισμό του
κράτους, «όχι» στην αύξηση της γραφειοκρατίας, «όχι» σε υπέρογκες και
αδικαιολόγητες αυξήσεις και παροχές.
Εγώ λέω ότι ούτε μία φορά
δεν έφεραν αντίρρηση στον κομματισμό, στην κυριαρχία της πελατειακής
αντίληψης της πολιτικής, στη φαυλοκρατία. Αλλά και σήμερα επιμένουν και
διακηρύττουν ότι, αν κυριαρχήσουν, θα ξαναγυρίσουν πίσω στον κρατισμό
και στον ολοκληρωτισμό. Ας μείνουμε πιστοί στα ιδανικά της
Μεταπολίτευσης και ας τους φράξουμε τον δρόμο.
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ