Ψάχνοντας παλιές εφημερίδες και σε συνδυασμό με το διαδίκτυο
ανακάλυψα δύο αξιόλογες συμπατριώτισσες τις: Βάσω Πουλίτση και την Δήμητρα Πουλίτση
– Μπεζαντέ. Γεννήθηκαν στον Αετό από τους γονείς, Φώτη και Αφροδίτη Πουλίτση.
Η Βάσω γεννήθηκε το 1925. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο Αθηνών και έμαθε πολλές ξένες γλώσσες, όπως Γερμανικά, Αγγλικά κ.α. Διορίστηκε υπάλληλος στην τράπεζα της Ελλάδος και παράλληλα διάβαζε και έγραφε με ιδιαίτερο πάθος και επίδοση.
Δυστυχώς πέθανε το 1961 σε ηλικία μόλις 36 ετών, πριν προλάβει να λάμψει στο ευρύτερο πνευματικό κοινό. Πρόλαβε να γράψει και να αφήσει παρακαταθήκη τα βιβλία: «Μονόλογοι και διάλογοι» και το «Μια ματιά στο σύμπαν» που κυκλοφόρησε μετά το θάνατό της, στο τέλος του 1963.
Η εφημερίδα ΤΡΙΦΥΛΙΑ στις 31 Ιανουαρίου 1964 με αφορμή την έκδοση του βιβλίου της "Μια ματιά στο σύμπαν", γράφει: «Το τελευταίο της βιβλίο χαρακτηρίζεται από μια έντονη φιλοσοφική θεώρηση των πραγμάτων του κόσμου, σε συνάρτηση με την θεϊκή υπόσταση. Συνεπικουρούμενη η συγγραφέας από βαθιά γνώση των γραφών της Ινδικής φιλοσοφίας και των θετικών επιστημών, προσπαθεί, με πειστικά επιχειρήματα, ορθολογιστική μεθοδολογία και «αντρίκειο» λόγο, να αποδείξει το απλούστερο και δυσκολότερο πρόβλημα: Την κοσμική (πέρα από προκαταλήψεις) νομοτέλεια του σύμπαντος»
Παρακάτω είναι τα εξώφυλλα δύο από τα έργα της Βάσως Πουλίτση.
Η Δήμητρα γεννήθηκε το 1921, σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και ασχολήθηκε με πάθος στη μελέτη των νεοελληνικών σπουδών. Εξέδωσε μελέτες, έκανε πολλές ομιλίες και δούλεψε σε συνεργασία με άλλους για τα ζητήματα της επιστήμης και της τέχνης. Δίδαξε σε διάφορα σχολεία, με πίστη στη μεγάλη σημασία της εκπαίδευσης για τους Έλληνες. Εξέδωσε συλλογή ποιημάτων, που μέσα τους βλέπει κανείς την τρυφεράδα της ψυχής της, που την ανάγκαζε να ξεπερνάει και να ξεχνάει τις δύσκολες στιγμές της ζωής. Η Δήμητρα καθηγήτρια της Ελληνικής και Γαλλικής Φιλολογίας συνεργάστηκε στο ραδιόφωνο και εργάστηκε και σαν δημοσιογράφος. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής της βρέθηκε στη Γενεύη με μια θέση, ανάλογη της αξίας της στη «Διεθνή Σχολή», μαζί με την κόρη της. Γύρισε τον επόμενο χρόνο ξαφνικά άρρωστη και λίγο αργότερα πέθανε.
Τα παραπάνω αναφέρονται στο φύλλο 24, 7 Ιουλίου 1965 της εφημερίδας ΤΡΙΦΥΛΙΑ. Έργα της τα: «Φωνή βοώντος», «Καλαμιές», «Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα». Στο κέντρο ερεύνης Ελληνικής λαογραφίας, της Ακαδημίας Αθηνών, βρίσκεται ένα απαύγασμα των παροιμιών της περιοχής μας που συγκέντρωσε η Δήμητρα το 1940. Τις παραθέτω παρακάτω, μαζί με το εξώφυλλο ενός βιβλίου της.
·
· Μικροί δουλέψανε, τρανοί πεινάσανε
· Νηστικό αρκούδι δε χορεύει
· Ο βήχας κι ο παράς δεν κρύβεται
· Ο βλάχος, δεν του φθάνει μονό, το θέλει διπλό
· Ο Θεός ορφανά κάνει άμοιρα δεν κάνει
· Ο κακός γείτονας κάνει τον καλό νοικοκύρη
· Ο λύκος έχει χοντρό σβέρκο, γιατί κάνει τη δουλειά μόνος του
· Όλα τάχει η Μαργιορή, ο φερετζές τής λείπει
· Όλοι κλαίν' τον πόνο τους, κι ο μυλωνάς τη δέση
· Όποιος απηδάει πολλά παλούκια, κάποιο θα του μπη στον κώλο
· Όποιος εκάηκε στο χυλό, φυσάει και το γιαούρτι
· Όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς δεν πιάνει κανένα
· Όποιος μες στο μύλο μπαίνει πάντ' αλευρωμένος βγαίνει
· Όποιος πειναει, καρβέλια βλέπει
· Όποιος τσιγκλάει το γάιδαρο ακούει και τις πορδές του
· Όποιος φτιάνει το μνήμα τ'αλλουνού, φτιάνει το δικό του
· Όποιου του μέλει να πνίγη, ποτέ του δεν πεθαίνει
· Όπου βάνει ο φρόνιμος το μάτι, βάνει ο ζουρλός το χέρι
- Δος μου, κυρά, τον άντρα σου και κράτα συ τον κόπανο
- Δυο γαϊδάροι μαλώνανε, σε ξένη αχεριώνα
- Έντεκα αρχηγοί δεκατρείς καπεταναίοι
- Έφτασε ο κόμπος στο χτένι
- Ζητάς γαμπρό με δυο μάτια: ένα κι εκείνο παραγαλιάρικο
- Ζητάς λαγούς με πετραχήλια
- Η αλεπού είχε αργατειά κι εκείνη ακριδολόγαε
- Η αρρώστεια μπαίνει με το τσουβάλι και βγαίνει με το βελόνι
- Η παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς
- Η προβατίνα άμα φεύγει από το μπουλούκι είναι του λύκου ή του μαχαιριού
- Θέρος, τρύγος, πόλεμος
- Κάθε αφορμή και θάνατος
- Κάλλιο γαιδουρόδεμα περί γαιδουρογύρεμα
- Κάλλιο να σου βγη το μάτι, πέρι τόνομα
- Καλομελέτα κι έρχεται
- Κατά μάνα κατά τάτα κατά γυιό και θυγατέρα
Τάτα = πατέρα
- Κλέφτης άπιαστος καθάριος νοικοκύρης
- Κότα, πήττα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρι
- Κύλησε ο τέτζερης και βρήκε το καπάκι
- Μ' όποιο δάσκαλο διαβάσεις τέτοια γράμματα θα μάθης
- Α δε βρέξεις κώλο δεν τρως ψάρι
- Άει στο σπίτι σου πορέψου και στη γειτονιά πομπέψου
- Άλλοι γελάνε το πρωΐ κι άλλοι το μεσημέρι
- Άλλοι σκάφτουν και κλαδεύουν κι άλλοι τραγουδούν και πίνουν
- Άμα ξαναγίνω νύφη, να ιδής πως καμαρώνω
- Αγάλια - αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι
- Αγάπα η Μάρω το χορό, βρήκε άντρα τραγουδιστή
- Αγαπάει ο Θεός τον κλέφτη αγαπάει και τον νοικοκύρη
- Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε
- Αν είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πας
- Αν κάνανε όλες οι μέλισσες μέλι δε θα τις χόραγε το κουβέλι
- Αργεί ο Θεός και σκάέι ο φτωχός
- Αφρίζεις, ξαφρίζεις, θα σε φάω
- Βάλαν το λύκο να φυλάξη τα πρόβατα
- Βοηθάει το βράδυ κι η αυγή, πως έχεις μάννα κι αδερφή
- Γάϊδαρος ακάλεστος σε γάμο τι γυρεύει!
- Γειά σου γέρο! Ασκιά μουσκεύω
- Γουρούνι στο σακκί να μην αμασκαθή
- Δεν το λέει η γίδα, το λέει το κέρατο
- Δικά μου χέρια σε ξένα αλεύρια
- Όσα παν κι όσα 'ρθουνε
- Όσο αριεύουν τα σκόρδα κι όσο χοντρένουνε
- Όσο θέλεις βρόντα στου κουφού την πόρτα
- Όσο ο νους μου στο ζευγάρι, τόσο να βρεθούν τα βόιδια
- Όταν χορεύη η αρκούδα στου γείτονά σου την αυλή, καρτέρα και στη δική σου
- Οσο νάρθη η γνώση πάει το γρόσι
- Ούθε είναι πολλοί κοκόροι αργεί να ξημερώση
- Πέντε μέτρα, μια κόβε
- Πέρσυ κάηκε, φέτο μύρισε
- Περισσότερες μέλισσες πιάνεις με το λάδι, πέρι με το ξύδι
- Περσινα τσίπουρα, φετεινές ρακές
- Πότε ξέβγαιναν τα σύκα γύρευε η γριά σεντόνα
- Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί πότε ο κώλος του τον πονεί
- Πολλές φορές πάει το κολοκύθι στη βρύση. Μα καμμιά φορά θα πάη και δε θα γυρίση
- Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης
- Πριν πεινασεις, μαγειρεύεις
- Σαράντα Γαραντζιέοι 'να γάϊδαρο φορτώνανε και πάλι λέγανε: Ανάθεμα στη μοναξιά
- Σήκω συ, να κάτσω 'γώ!
- Στην ακρίβεια του νερού καλό και το χαλάζι
- Στο μπίτι και στ' ολότελα καλή είν' κι η Παναγιώταινα
- Σώπα συ, να κρίνω 'γω
- Τα ξένα χέρια απεύουνε αλλά δε θεραπεύουνε
- Τα πρόβατα κουρεύονται και το τυρί πουλιέται, και τ' αρφανά κουρεύονται κι οι χήρες κονομιώνται
- Της αβανιάς το γέννημα στον μποντισμένο μύλο
- Της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελάει
- Τι είχες Γιάννη; Τι είχα πάντα
- Το γύφτο τον πηγαίνανε για βασιλιά κι εκείνος έλεγε ''ρίκια για κάρβουνα''
- Το λύκο τον κουρεύανε: πούθε παν' τα πρόβατα
- Το Σαββάτο που σημαίνει, τώρα πρόκοψε η καϋμένη! Και την Κυριακή ερώτα: “Κάνακε, κυράδες, ρόκα;”
- Το σύκο κάτω απ' τη συκιά θα πέση
- Το ψάρι βρωμάει απ' το κεφάλι
- Του καθενού η πορδή, είναι μόσκος
- Τσουβάλι αδειανό δε στέκετ΄ορθό
- Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι