Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Π Ρ Ω Τ Α Γ Ι Α Σ Η

 


ΠΡΩΤΑΓΙΑΣΗ: Διήγημα του Τριφύλιου Λαογράφου και Συγγραφέα ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Κ. ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ   

  Η αφήγηση αυτή του μπάρμπα Λιά, είναι πέρα για πέρα αληθινή και δημοσιεύεται ως αντιχάρισμα στη μνήμη του. Να τι μου είπε κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ καθώς μιλάγαμε για τα παλιά μπροστά σ΄ ένα φουντωμένο τζάκι. 

  Μαζευόμαστε που λες ανιψιέ στα Σκλαβέϊκα, στου γέρο Γιωργάκη το σπίτι, εγώ, δύο Κολετσαίοι από του Καραμούσταφα, ο ξακουστός Θανάσουλας από την Παύλιτσα, ο Νικόλα Αδάμης από τα Πλατάνια και δύο μου κουμπάροι από του Ρίπεσι. Είχαμε συναμεταξύ μας φιλίες και κουμπαριές γιατί κλέβαμε πότε ο ένας, πότε ο άλλος σφαχτά και για να μη ντουφεκιόμαστε, κουμπαριάζαμε. Επήγαμε στο πανηγύρι του Αη Δημητριού για να φκιάσουμε το συγκέσιο του Νικόλα και της Παρασκευής, που ο πατέρας της είχε σκοτωθεί το 12 στο Μπιζάνι και ήτανε πεντάρφανη. 

  Τους λέω , ελάτε στο χωριό περνάγοντας τα Χριστούγεννα, γιατί είπα μέσα μου. Άμα πάου να κλέψω καμιά βετούλα, να κλέψω μετά τις γιορτάδες, επειδή ήθελα να ξομολογηθώ στον παπά και να μεταλάβω. Από κοντά λογάριαζα πως και να βουτήξω κανά σφαχτό δεν είναι κρίμα. Τι διάολο να τους τάϊζα που εκείνοι ηθέλανε μια πλευριά ο καθένας και δυό μπότες κρασί στην καθισιά τους. 

   Έλα μου τα φώτα έρχουνται στο χωριό. "Πάμε" μου λέει ο ξαδερφός μου ο Θανάσουλας από την Παύλιτσα, ο θεόρατος παλικαράς. "Πάμε κατά το Αρτικέικο ποτάμι να βουτήξουμε καμιά μηλιώρα". 

  Το λέμε στον μπάρμπα μου τον Γιωργάκη ογδονταπέντε με ενενήντα χρονών γέρο. Βγαίνει εκείνος στο ξάγναντο να τηράξει τον καιρό. Ήτανε μανούλα καϋμένη στην κλεψιά. Είχε κάνει καμιά δεκαριά χρόνια φυλακή και εξορία περί ζωοκλοπή και ήξερε ούλα του καιρού τα γυρίσματα. Μας είπε: 

   -Σκιάζουμε ρε παιδιά, πως δεν θα σας κάμει καιρό. Ετούτες οι δουλειές θέλουνε να είναι σκοτάδι, να βρέχει και να μη ρίχνει χιόνι και πιάσουνε τ' γνάρια οι χωροφυλάκοι. 

   Μας ορμήνεψε ο μπάρμπας νάχουμε σηκωμένα τα κοκόρια στις μπιστόλες , λέγοντας πως στην πέρα μεριά έχουνε κακά σκυλιά, που κατεβάζουνε ακόμα και καβαλάρη. Πήραμε το ρέμα-ρέμα , για να μην μας πιάνουνε τ' αγνάρια, βουτήξαμε δυό μηλιώρες , σα θρεφτάρια και γυρίσαμε. 

  Ξεσηκωμός στο σπίτι. Φκιάσαμε τις συκωταριές και δίναμε του μπάρμπα τα μαλακά, γιατί δεν είχε δόντια ο καψερός. Βάνουμε το ένα σφαχτό στο λεβέτι κι' απάνου που αποφάγαμε τα μεσικά, σκούζει η συγχωρημένη η γυναίκα μου.

   -Κρυφτείτε! Λακάτε ούλοι! Έρχεται ο πάπα Κυριάκης να αγιάσει! 

  Ήτανε Πρωτάγιαση. Μεριάζουμε τη σανίδα που ήτανε εξεπίτηδες ξεκάρφωτη στη άκρη στο πάτωμα, για να λακάμε από τ΄ αποσπάσματα και πέφτουμε στο κατώι. Μπαίνει μέσα ο παπάς, αρχινάει με το βρεγμένο βασιλικό να αγιάζει δώθε-κείθε το σπίτι. Ο κακαμοίρης ο μπάρμπας μου από την τρομάρα του χώθηκε στην μπαντανία κουκουλωμένος απάνου στ' αμπάρι. Αγιάζει τη γριά μου, ξεσκεπάζει τον μπάρμπα του ρίχνει μια με το ματζέτο το βασιλικό στο κούτελο και του δίνει να φιλήσει το Σταυρό. Ετότες γίνηκε το μεγάλο κακό. Ανοίγει εκείνος το στόμα του και του πέφτει ένας μεζές κριτσιανίδα που μάσαγε ο έρημος ακόμα, θύμωσε ο παπάς και του λέει: 

   -Ρε γέρο! Τέτοια χρονιάρα ημέρα που νηστεύουνε και το λάδι, τρως κρέας ρε αμαρτωλέ; Τι ψυχή θα παραδώκεις; 

   Τι να ειπεί ο γέρος μαζεύτηκε σα σουγιάς. Κάνει κατά το παραγώνι ο παπάς να αγιάσει, γλέπει στη φωτιά το λεβέτι να βράζει. 

   -Τι βράζεις εδώ μέσα μωρή Λιού; της είπε λοξοκοιτώντας την. 

  -Μπλουγούρι μπουρμπουλιάζω, παπά μου, να πάου στα παιδιά που είναι στα γίδια, κρύο που κάνει σήμερα. 

   Παραμερίζει ο παπάς το σοφρά που σκέπαζε το λεβέτι, βλέπει την μηλιώρα που χόχλαζε. Μπήγει τις φωνές και φοβερίζει ότι θά μας αφορίσει. Το ακούμε εμείς στο κατώι και πεταγόμαστε απάνου σαν το κουνάβι που το πιάνει ο καπνός της φωτιάς. Μπροστά ο Θανάσουλας ο θεόρατος, πίσω εμείς γιατί σκιαχτήκαμε τον αφορεσμό.

   -Συχώρα μας παπά μου, του είπε ο Κολέτσιος και δώσε μας να φιλήσουμε τον Σταυρό.

   -Τον κακό σας τον καιρό, μας είπε και έκατσε στο τραπέζι. Όξω χιόνιζε. Του ρίξαμε μια ποτηριά να ζεσταθεί. Ύστερα άλλη μία.

   -Από που το κλέψατε ρε το σφαχτό; μας ανάκρενε.

   -Δικό μου είναι, του είπε ο Θανάσουλας. Εκείνος γέλασε κοροϊδευτικά και του είπε: 

  -Άμα κιόσουνε ούλου του κόσμου τα σφαχτά από την δώθε και την κείθε μεριά του ποταμιού της Νέδας, ετότες θα φέρεις και δικό σου. Όρσε νοικοκύρης. 

   Έριξε ο παπάς μια ποτηριά μοναχός του από την κανάτα, αναστέναξε για την κατάντια μας και ρώτησε τη γριά μου: 

   -Είναι παχειά μωρή Λιού η μηλιώρα; 

   -Βουτάει η γριά, βγάζει ένα μπροστινό κομμάτι στο καπάκι, μοσκοβόλησε ο τόπος. Σηκώνεται από το αμπάρι ο γερο Γιωργάκης, ξεκοκκαλιάζουμε το κρέας, κι' αρχινάμε το φαγοπότι. Οι δύο Κολετσαίοι λέγανε τραγούδια χλιβερά και παραπονεμένα. Αρχίνησε ο παπάς κι' έλεγε τα ίδια. Σουρούπωσε. Σηκώθηκε, πήρε την τασσούλα με τον αγιασμό να πάει για τον εσπερινό. Φτάνοντας στη ράχη, κοντά στην εκκλησιά, νάσου ο Βγενισάκος ερχότανε από τα γίδια.

   -Παπά μου να με αγιάσεις τον καψερό, του είπε και σταυροκοπήθηκε. Του ρίχνει μια ο παπάς στο κούτελο με το βασιλικό, του δίνει το Σταυρό και το χέρι να το φιλήσει.

   -Αμάν παπά μου, τι είναι τούτο;

   -Τι είναι ρε, του λέει ο παπάς.

   -Γίδα βραστή μυρίζει το χέρι σου. Τότε εκείνος του δίνει μια σπρωξιά και του λέει: 

  -Ρε το χέρι στο έδωκα να το φιλήσεις κι' όχι να το μυρίσεις, αφορεσμένε. 

   Την άλλη ημέρα αρρώστησε ο μπάρμπας μου ο Γιωργάκης. Τον μετάλαβε ο παπάς κι' ύστερα από πέντε ημέρες πέθανε από πλεμονία... 

   Πέρασαν από τότε χρόνια πολλά. Το μοναχόσπιτο στα ριζά του κάστρου, έρημο πια, χάλασμα, σκιαχτερό, κράτησε μοναχά ένα ξύλινο παραθυρόφυλλο, από την παλιά αρματωσιά του. 

   Φέτος την πρωτάγιαση πέρασα από εκεί, Ο βοριάς φύσαγε κρυαδερός χτυπώντας το παραθυρόφυλλο στον τοίχο, λυπητερά- λυπητερά,σαν γλυκόηχη καμπάνα, στη μνήμη του παπά, του μπάρμπα Λιά, και των άλλων. 

  Αιώνιο μνημόσυνο στις άδολες ψυχούλες των βασανισμένων ανθρώπων εκείνης της λησμονημένης εποχής. 

  Το διήγημα δημοσιεύτηκε στη ΦΩΝΗ του ΑΕΤΟΥ το 2003 αριθμός φύλλου 65 με την επιμέλεια του τότε προέδρου του Συλλόγου Ναπολέοντα Γκότση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου