Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

Παναγιώτης Θεοχαράκης




Αητοβουναίοι…

Ο Παναγιώτης Θεοχαράκης (Αμπαράκης) ποτέ μέχρι σήμερα δεν παραπονέθηκε για τη γη του. Την Αητουβουναίϊκη γη. Ούτε  βέβαια η γη είχε λόγο να κάνει το ίδιο. Μαζί πορεύτηκαν κάποιες δεκάδες  χρόνια, και η σχέση τους δεν ταράχθηκε ποτέ, καθώς ο Παναγιώτης λίγες μέρες μόνο  έλειψε από κοντά της, είτε να πάει σε κανά γιατρό, είτε στο παζάρι να πουλήσει τη σοδιά του. Όλες  τις μέρες του, από μικρό παιδί, πάνω απ’ την γη τις πέρναγε.

Δεν θυμάται πόσες φορές  έσκυψε πάνω της. Έσκαβε, έσπερνε, πότιζε, βοτάνιζε, θέριζε, κι η γη πάντα κι’ όσο γινόταν του γύριζε τον ιδρώτα του. Έτσι πορεύτηκαν τόσα χρόνια στη φαμελιά, με τα δικά τους γεννήματα, τα δικά τους ζωντανά, τα δικά τους Αητουβουναίϊκα κρεμμύδια.

 Τούτη η σχέση, αυτή η πορεία, είναι που έδωσε μια σκληράδα στο πρόσωπο του Παναγιώτη. Σκληράδα που άμα καταφέρεις να την πλησιάσεις, ακόμα καλύτερα να την ανιχνεύσεις, μπορείς να νοιώσεις τι πάει να πει ζωή με κάματο, γιατί εμείς της νεότερης γενιάς, εμείς των πόλεων, μόνο την επιφανειακή της όψη ξέρουμε.

 Κάτω από τις αυλακιές στο πρόσωπο του Παναγιώτη τρέχουν οι εμπειρίες του που τώρα στα γεράματα, με ορφανή μπύρα στον καφενέ του Τζιάφου, γίνονται ιστορίες, γίνονται χωρατά και λέγονται στην παρέα, από ένα γλαφυρό παραμυθά, που πλάθει όμορφα το λόγο και τον βάζει σ’ αυτή την ωραία και δύσκολη δουλειά της αφήγησης , δώρο θεού ποιος ξέρει ποιού.    

Τον τσίγκλησε ένα μεσημέρι ο Κώστας.

 -Και πως γίνεται ρε Παναγιώτη να παίρνεις εσύ σύνταξη της αντίστασης. Αφού δώδεκα χρονών ήσουνα τότε.

-Αλήθεια είναι αυτά που λέει τούτος ρε Παναγιώτη. Πετάγεται ένας άλλος.

-Άκου ρε. Ναι δώδεκα χρονών ήμουνα τότε. Αλλά για να εκδικηθούν τον πατέρα μου γράψανε τότε στο φάκελό μου ‘’συμπαθών κομμουνιστής’’.

Περάσανε που λέτε τα χρόνια, ήρθε στα πράγματα ο Βαγγέλης ο Γιαννόπουλος. Ανοίγει τα χαρτιά και βλέπει: ‘’Παναγιώτης Θεοχαράκης  συμπαθών κομμουνιστής’’. Δώστου λέει μια σύνταξη, τι σύνταξη δηλαδή , είκοσι μία χιλιάδες δραχμές το μήνα, τιμής ένεκεν. Και εκεί που λες αδερφέ που θέλανε να μου βγάλουνε το μάτι, μου βγάλανε σύνταξη.

Φέρε μια ορφανή να την κεράσω μωρ’ Ελένη.

 Ήπιαμε την μπύρα, γελάσαμε με την ψυχή μας και φεύγοντας σκεφτόμουνα στο δρόμο, πως τέτοιοι άνθρωποι βοηθάνε να κρατιέται ζωντανό το χαμόγελό μας, σκάβουν τη μνήμη και βγάζουν θησαυρούς στην επιφάνεια. Αλλά πέρα απ’ αυτό ο Παναγιώτης αντιστέκεται. Αντιστέκεται στο χρόνο, στους ρυθμούς του και στα τερτίπια του. Καλλιεργεί και τώρα στα γεράματα, όσο δύνεται, τη γη του, λέει τα χωρατά του, φοράει την τραγιάσκα του, κοιτάει τη ζωή αισιόδοξα, και σπάνια λείπει το χαμόγελο απ’ το σκαμμένο του πρόσωπο.

 Κρατήσου όρθιος  ρε Παναγιώτη, αλλά  όρθιος  και ζωηρός  όπως είσαι , με τα καλαμπούρια σου, τα αλληγορικά σου, τις παροιμίες σου. Απ’  την καρδιά μας ευχόμαστε  να τα εκατοστίσεις τα χρόνια σου.

                                                                                 Ναπολέων Γκότσης.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου