Δύο ποιήτριες και έξι ποιητές συναντήθηκαν στον φιλόξενο βιότοπο του Culturebook με ανέκδοτα ποιήματά τους για να δηλώσουν ότι ο ποιητικός διάλογος είναι εφικτός και πως διαφορετικοί εκφραστικοί τρόποι, θεματολογία και απόψεις συνθέτουν τη δυναμική της σύγχρονης ποίησης.
Το αισθητικό αποτέλεσμα αποτελεί εχέγγυο για την πρόκληση και την ανάπτυξη μιας συζήτησης μεταξύ δημιουργών που αδιαφορούν για τους όποιους ανταγωνισμούς, ή και θηριωδίες.
Μεταξύ αυτών και ο Κώστας Γουλιάμος, εγγονός του Τσακίρη, αφήνει την ιστορία του γενέθλιου τόπου του στα χέρια της λευκώλενης μούσας.
Στο ποίημά του ο Κώστας αναφέρεται και στον Αετό, χωριό της μητέρας του Σοφίας και την καταστροφή του το 1943 από τους Γερμανούς.
Κώστας Γουλιάμος
Έσβησαν στο σώμα τους
Η ήρεμη φωνή των αγγέλων
στο χαοτικά ευφυές μυαλό σου
Οι δέκα χιλιετίες πιο ελάχιστες
κάτω από το κάστρο της Καλαμάτας
σαν βγάζει ο λέοντας του Αγίου Μάρκου
τα μυτερά του όνειρα
στου Νέδοντα τις όχθες
καρφώνοντας
το άχρηστο λάθος στην αγκαλιά σου
: αλήθεια ποιος χαϊδεύει
το φεγγάρι στην αγκαλιά σου
Και οι ξωμάχοι πως χάθηκαν
στα πανηγύρια του καλοκαιριού
με μαχαιρώματα και ξυλοδαρμούς
κάτω από τον ίσκιο κάποιου πλάτανου
χορεύοντας νωχελικά δίπλα στο πηγάδι
: παίζουν τον έρωτα κρυφά
στις μάντρες τα παιδιά
όσο η μουσική κρύβεται στο σώμα σου
σε χόρτα και μυρόχορτα
στις φραγκοσυκιάς τη σάρκα
και φεύγει ο κόσμος με φωτιά
και με φωνή αλλόκοτη
ως άκουσμα βροχής τη νύχτα
ενώ γύρω μυρίζουν άστρα
και θαύματα των τρένων άγρυπνα
σαν γδέρνονται στο στήθος σου
: αλήθεια ποιος χαϊδεύει
τ` άστρα στο στήθος σου
καθώς φυσάει η ψυχή της αμπέλου
και οι γυναίκες χαίρονται
την αγέρωχη σάρκα
τόσο λεπτή ως το μεδούλι
και βγαίνει το φεγγάρι
απ` τα ερείπια
: τι έχουν της Μάνης τα βουνά
και στέκουν μαραμένα;
Και η θάλασσα
πως τρέμει η θάλασσα
κι' αγρίεψε το μάτι
μήτε νερά μήτε μελίσσια
μόνο του ήλιου η άδεια γλώσσα
χωμένη βαθιά στην άγρια πέτρα
: στ` Αετού το κεφαλάρι
δεν κυλούν μόνο νερά
Σεπτέμβρης του `43
κατά που πάει κι έρχεται ο ήλιος
καίνε τον τυφλό Κωνσταντή
κάτω απ` τις αμυγδαλιές
τους άλλους στο πεζούλι
τα πουλιά δεν λένε ψέματα
ένα κορίτσι μόνο ολομόναχο
δεμένο στ` άλογο
γυρίζει μες στις στάχτες
11 του Σεπτέμβρη
τίποτα πάρεξ στάχτη
σκελετοί και ξεραμένη σάρκα
οι άλλοι ξάγρυπνοι μετρούσαν τουφεκιές
περιμένοντας να 'ρθει το φεγγάρι
να σβήσει το λάδι στο πέτρινο σπίτι
να σωθεί το βασανισμένο όνειρο
στου κρασιού την βαθιά ψυχή
προτού ξυπνήσουν πάλι τέρατα
ενώ εσύ ακόμα ψάχνεις
τον ουρανό που λείπει
το κλειδί που λείπει
το αίμα
: αλήθεια ποιος σκουπίζει
το αίμα στα μαλλιά σου
τις μέρες που τα οστά σαλεύουν
κατά που πάει κι έρχεται το εύρωστο φεγγάρι
που κανείς αλυσοδεμένος δεν βλέπει